Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009


Ἅμα δέν ἔχω 


Πόλη δέν θέλω νά κοιτῶ, παρά βουνό μονάχα. 
Παρά μονάχα τ' οὐρανοῦ τό γαλανό -- λευκό. 
Τά μονοπάτια πέτρινα πάντα στό νοῦ μου τα 'χα. 
Κι ἕνα χειμῶνα, πάλλευκο, μέ χιόνι -- νυφικό.

Πῶς μοῦ λαβώνεται ἡ ψυχή, ἅμα δέ βλέπω δέντρα. 
Ἅμα δέ βλέπω, σιγαλό ποτάμι, νά κυλᾶ. 
Ἅμα δέν ἔχει νά ὀσμιστῶ της ὕπαιθρος τή μέντα. 
Ὅταν δέν ἔχει, τό πουλάκι ταίρι, νά φιλᾶ. 

Πῶς νά χαροῦν τά μάτια μου, ἅμα δέ δοῦν κλωνάρι. 
Ἅμα δέ λάβω τῆς αὐγῆς τή θυμαρίσια ὀσμή. 
Τό χαμομήλι ἄν στερηθῶ, τοῦ χόρτου τό κλινάρι, 
πιότερο βράχος, κι ὕστερα στ' ἀλαργινά μέ ὁρμή. 

Πῶς ἤθελα λίγη βροχή κι ἐγώ ποῦ θά δροσίσει. 
Ἕνα βουνό, νά ξαπλωθῶ καί σοῦ 'δινα καί τί... 
Μέσαθε πέτρας τό νερό πού ρέει στό κυπαρίσσι. 
Ρίζα νά γίνω, κι ὕστερα σοῦ λέω τί μέ κρατεῖ...


©Δήμητρα Δελακούρα

 https://dimitradelakoura4.blogspot.com/



¨˜°º۩º°˜¨


Ἐδῶ πού ποτέ 


Ποιά μύρα τό σῶμα σου λούσανε φῶς μου 
καί σάν γλυκιά γεύση στό στόμα ποθῶ; 
Ἐσύ πού τή δίψα μου σβήνεις ἐντός μου, 
γιατί ψιθυρίζεις νά μήν πληγωθῶ; 

Ποιά βήματα τάχα καί ποιό σταυροδρόμι 
σέ τοῦτο τόν τόπο σέ φέραν ἐδῶ; 
Ἐδῶ πού ποτέ δέν συντάχθηκαν νόμοι 
γιά μένα πού τ’ ἄνθη τοῦ κήπου μαδῶ; 

Ἐδῶ πού ποτέ δέν κατοίκησε θάμπος 
καί μόνο τῶν δέντρων τά ζεύγη - σκιές, 
περνοῦν θαλερά στό κατάφωτο λάμπος 
πρίν δώσει ὁ χρωστήρας σκουρές πινελιές. 

Ἐδῶ πού ποτέ μιά κηλῖδα τοῦ χρόνου 
δέν ἄφησε ὀδύνη σ’ ἀγάπης στιγμή. 
Ἐδῶ πού ποτέ μιά στιγμή παραπόνου, 
ἐδῶ πού δέν φτάσαν κραυγές καί λυγμοί.
 

Ποιά "Θέλω", λοιπόν, ποιᾶς ἀνάγκης λαχτάρα, 
σέ πῆραν ἀλλοῦ καί δέν ἦρθες ἐχτές; 
(Εἰκόνα τοῦ ὀνείρου, μή γίνει κατάρα 
κι αὐτός πού προσμένω δέν ἔρθει ποτές...)

 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨




Ψίθυροι... 


Εἶμαι τῆς ἄνοιξης, πρωινό. 
Διψῶ τή φύση καί πεινῶ, 
εἶμαι μιά λεύκα. 
Εἴμ’ ἀστεριοῦ βέλο – ριχτό, 
κι ὅταν πιά σβήσω, ξενυχτῶ 
κάτω ἀπ’ τά πεῦκα. 

Εἶμαι τό λίκνο τῆς βροχῆς, 
κι ὅταν δέν ἔχω, τῆς ψυχῆς 
κρατῶ μιά στάλα. 
Εἶμαι κλωνί δίχως ἀνθό. 
Κι ὅλα τά γύρω μου πενθῶ 
τά ξένα τ’ ἄλλα. 

Ἔιμ’ ὁ καρπός ἀπ’ τήν ἐλιά. 
Ἕνα σπουργίτη στή φωλιά. 
Βουνήσια ράχη. 
Εἶμαι τοῦ κάμπου ἡ λησμονιά. 
Εἶμαι στή βαρυχειμωνιά, 
πεσμένο στάχυ. 

Εἴμ’ ἕνας ἦχος μυστικός, 
ναός ἀρχαῖος – ἑλληνικός, 
ἄνεμος εἶμαι. 
Φορῶ τ’ ἀγγέλου τά φτερά. 
Βρίσκομαι στ’ ἄγρια τά νερά, 
στίς ὄχθες κεῖμαι. 

Εἶμαι μιά πέτρα σ’ ἐρημιά. 
Μιά ξεχασμένη, σ’ ἀμμουδιά 
μικρή βαρκούλα, 
κι ὅταν δέν ἔχει πιά ἡ ψυχή, 
ψάχνει νά βρεῖ, ὅπου ἀντηχεῖ 
λίγη βροχούλα. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Κλεοπάτρα Ζ' Φιλοπάτωρ (69 π.χ 30 π.χ) 



Χαμένο γιά πάνω ἀπό 1.200 χρόνια ἦταν τό βασίλειο τῆς Κλεοπάτρας, πού ἀνακαλύφθηκε στά ἀνοικτά τῶν ἀκτῶν της Ἀλεξάνδρειας τῆς Αἰγύπτου. Ἡ Κλεοπάτρα Z Φιλοπάτωρ, γνωστή στήν ἱστορία ὡς Κλεοπάτρα, ἦταν ἡ τελευταία Ἑλληνίδα Φαραώ τῆς Ἀρχαίας Αἰγύπτου. Ἦταν μέλος τῆς δυναστείας των Πτολεμαίων, οἰκογένειας μέ ἑλληνική καταγωγή ἀπό τήν Πέλλα τῆς Μακεδονίας, πού κυβέρνησε τήν Αἴγυπτο μετά τόν θάνατο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου γιά τέσσερις αἰῶνες καί πού θεωρεῖται ἡ ἀπαρχή τῆς ἑλληνιστικῆς περιόδου.
 

Στήν κάτω photo, οἱ τάφοι τῶν ἕξι Κλεοπατρῶν προγιαγιάδων της, βασιλισσῶν. Λένε, πώς οἱ ἀνασκαφές στό καταβυθισμένο νησί, τό Θώνις – Ἡράκλειο, θά διαρκέσουν πάνω ἀπό τριακόσια χρόνια μιᾶς καί ἦταν τά βασιλικά ἀνάκτορα τῶν Πτολεμαίων καί συνάμα μία λαμπρή πόλη μέ δεκάδες χιλιάδες ἀνάκτορα ἐπιφανῶν, καί αὐτό διότι τό νησί ἦταν ἡ ὑποχρεωτική πύλη εἰσόδου πρός τήν ὑπόλοιπη Αἴγυπτο. 

Γιά τήν προσωπικότητα τῆς μεγάλης Ἑλληνίδας βασίλισσας, γυναίκας καί πολιτικοῦ, ἔχουν μιλήσει ἀπό τήν ἀρχαιότητα πλεῖστοι ὅσοι, χωρίς στήν οὐσία νά μπορέσουν οὐσιαστικά νά σκιαγραφήσουν τό ρόλο πού ἔπαιξε γιά τήν Αἴγυπτο, τήν Ἑλλάδα καί τή Ρώμη, ἡ ἄνοδος ἀλλά καί ἡ πτώση της. Ἐάν ὁ καρπός της μέ τόν Ἰούλιο Καίσαρα, ὁ δεκαεπτάχρονος Καισαρίων δέν εἶχε δολοφονηθεῖ ἀπό τόν Ὀκταβιανό, τόν μετέπειτα Αὐτοκράτορα Αὔγουστο τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος Ὀκταβιανός φοβούμενος μήπως δίκαια διεκδικήσει τήν θέση τοῦ Αὐτοκράτορα ὁ Καισαρίων ἀπό τή ρωμαϊκή σύγκλητο, ὡς γιός νόμιμος τοῦ Ἰουλίου Καίσαρα, ἴσως αὐτή ἡ ἕνωση Ἀνατολῆς καί Δύσης, νά εἶχε οὐσιωδῶς διαμορφώσει καί ἀλλάξει ὁλόκληρη τήν παγκόσμια ἱστορία. Αὐτό ἄλλωστε διακαῶς ποθοῦσε καί ἤθελε ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος: Ἕναν κόσμο ἑνωμένο, ἀδελφωμένο.. Ἀλλά, ἐπί ματαίῳ, τά συμφέροντα καί ἡ μικροψυχία ἀνέκαθεν ἔπαιξαν ρόλο καθοριστικό ὥστε νά μή συμβεῖ αὐτό πού ἤθελε καί ὁραματιζόταν ὁ σπουδαῖος αὐτός στρατιωτικός καί πολιτικός ἄνδρας. 

Παρακάτω σᾶς παραθέτω ποίημα μοῦ γιά τήν Κλεοπάτρα καί τόν ἕτερο μεγάλο της ἔρωτα, τόν Ἀντώνιο, στρατηγό καί παρ' ὀλίγο Αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης. 



Τῆς Κλεοπάτρας 

Ἀντώνιε: 


Θά προσμένω μές στό δάσος γιά νά σ’ ἀγκαλιάσω πάλι – 
σίγ’ ἀθόρυβα μή δοῦνε καί τό μάθουν τά πουλιά, 
καί τό μάθει ὁ κόσμος ὅλος πώς προσμένω στό σκοτάδι 
τήν ἀγάπη, αὐτή πού αἰώνια θέλω νά 'χω γι’ ἀγκαλιά. 

Χίλια χρόνια κι ἄν ἀργήσεις, θά σέ περιμένω πάντα 
κι ἄν στ’ ἀμφίβολα τοῦ κόσμου μάτια πέσω, καταγῆς 
θά φυτρώσω ἀνθός, σάν ἔρθεις τ’ ἄρωμά μου νά μυρίσεις 
γιά νά καταλάβεις, ὅμοια δέν σ’ ἀγάπησε κανείς. 

Μές στή νύχτα κι ἄν ξανάρθεις, θά μέ βρεῖς ἐδῶ νά γείρω 
τό κορμί μου, γιατί νιώθω σάν τήν μεθυσμένη ἐγώ, 
γιατί κῦμα μοῦ φαντάζεις ἀπό θάλασσα τοῦ ἀπείρου 
τόσο, πού χαρά μου δίνει στό κορμί σου νά πνιγῶ. 

Θά προσμένω, Ἀντώνιε, νά 'ρθεις μές στά σκοτεινά τοῦ ὀνείρου 
ὅταν πάνω μου τ’ ἀστέρια μεθυσμένα σάν κι ἐμέ, 
θά φωτοβολούν τά κρύφια μονοπάτια νά πατήσεις, 
δείχνοντάς σου σέ ποιό τάφο μέσα κρύβομαι, καημέ. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Πόθος 



Μέ τή στερνή ματιά, σ’ ἤθελα ν’ ἄγγιζα 
κι ἕνα φιλί νά σοῦ 'δινα στά χείλη. 
Ὅταν τῆς νύχτας τ’ ἄστρα θά τρεμόσβηναν, 
κι ὅταν ὁ ἥλιος ἤθελε ἀνατείλει. 

Κεῖνο τό μίλι – σῶμα νά χαμήλωνες 
νά τό μπορῶ μέ πάθος ν’ ἀγκαλιάζω. 
Νά τοῦ μιλῶ γι’ ἀγάπη, κι ὅταν ἔρημος 
πάνω στό σῶμα ἐκεῖνο νά πλαγιάζω. 

Ἕνα ταξίδι πάνω του πῶς ἤθελα, 
τ’ ἀπέραντο τῆς ἔκτασης νά εὐφράνω 
ἀλείφοντάς το μύρα ἀπό τ’ ἀμάραντα, 
νά τό μπορῶ νά βρίσκω ὅταν τό χάνω. 

Κι ἤθελα, ἡ μακρινή μου περιπλάνηση, 
στοῦ στέρνου τή χαράδρα νά μέ μπάσει 
ὡς τά πυκνά τοῦ δάσους του κατάκρημνα. 
Ὡς τό θεριό τοῦ πάθους μου, σιγάσει. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Πρίν... 


Πρίν τό φιλί σου, μάθω, 
τήν πλήξη ἀναμετροῦσα 
σκιά ἐρωμένης τό λίκνο. 

Πρίν τό φιλί σου, μάθω, 
τίποτα... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Σέ σένα, ἐκχώρησα τά ἐναπομείναντα. 
Τώρα, πού ἐλλοχεύουν οἱ μνῆμες, 
καταθέτω ἀποσβέσεις 
στά γκισέ τῶν ἀνέραστων· 

Γιά σένα, πού ἦρθες. 
Γιά σένα, πού ἔφυγες. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Καί ἦρθες τήν αὐγή 
σάν ἄγγελος, 
μέ τίς φτεροῦγες κλειστές, 
μέ τήν ἀνάσα κομμένη. 

Καί τί δέ σοῦ 'δωσα... 
Καί τήν ἀνάσα μου 
καί ροδοπέταλα ἔστρωσα·
 

Θεομηνία θυελλική, 
ἀγνώμονα Ἔρωτα. 

Μέ τό μαντήλι λευκό, 
σέ ξεπροβόδισα 
προσμένοντάς σε, πάλι...
 

Καί πάλι... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Δίψα 


Τό νά σέ πιω, ἦταν ἀνέφικτο... 
Φαντάστηκα, μόνο, πώς σέ πλησίασα 
εὔθυμα 
καί πώς σοῦ μίλησα 
γιά ἐκεῖνο τό ποτό τοῦ καλοκαιριοῦ, 
ξέρεις, μέ τίς ὀμπρελίτσες 
καί τά εὐχάριστα χρώματα... 

Τόσο πολύ διψοῦσα... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨


Ἐσύ... 


Ἐσύ, πού μ’ ἔμαθες μ’ ἀγάπη νά κοιτάζω, 
νά σέ προσμένω, καί ν’ ἀναστενάζω, 
ὅταν τήν πόρτα πίσω σου, θά κλείνεις... 

Θά θές, μαζί μου γιά νά μείνεις; 

Ἐσύ, πού μ’ ἔμαθες νά ἐλπίζω πάλι, 
πού λές, ἡ ἀγάπη σου γιά με, μεγάλη, 
τό φλογερό, ὅλο πάθος φίλημά σου... 

Θά χαίρομαι, στό σιγομίλημά σου; 

Ἐσύ, πού μ’ ἔμαθες νά βλέπω τ’ ἄστρα, 
κι ὅλη τήν ἄνοιξη, μές σέ μιά γλάστρα, 
ἄν ὁ χειμῶνας, ρίξει τῆς καρδιᾶς τά φύλλα... 

Ὁ προδομένος, νιώθει ἀνατριχίλα; 

Ἐσύ, πού μ’ ἔμαθες τί λέει τ’ ἀηδόνι, 
πόσο, εἶν’ ὁ κόσμος μας καί ποῦ τελειώνει, 
θέλω ἡ ἀγάπη μας, ὅση κι ἡ γνώση...
 

Φιλί, πού δόθηκε, νά μή στεγνώσει! 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Τελευταῖα, στόν ὕπνο μου, 
ἀπό τήν πλευρά τῆς θάλασσας, 
βλέπω νά πλησιάζει μιά καταιγίδα. 

Ἐσύ, ἐκεῖ μέσα, νά πάλλεσαι 
καί τέλος, ν’ ἀφήνεσαι... 

Μετά, ξυπνῶ ἔντρομη, μέ λυγμούς 
κοιτάζοντας ἀπό τό φινιστρίνι 
τῆς ὁδοῦ Στουρνάρα. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Εὐώνυμος ἐπιγραφή 


Αὐτά τά χείλη... 
Τά χείλη του, 
ἦταν σάν ποίηση 
καί θά μποροῦσαν, 
νά γίνουν 

ἀρκεῖ, οἱ μυημένες σ’ αὐτήν, 
– ἐγώ – 
νά μποροῦσαν μέρες, νά γράφουν 
μέ ὅλου τοῦ κόσμου τα εὖ: 

«Στό πρόπλασμά τους – τόξα 
κι ἀπ’ τά παρθένα του γένια 
βέλη, 
πού στῶν ἐρώτων τόν πόλεμο 
τιμή νά λαβώνεσαι, 
χαρά νά πεθαίνεις.» 

Καί ἄν, στή νοητή τους μάχη 
ἄνισα ἔπεφταν, 
τό πρόπλασμα τῶν χειλιῶν του μαρμάρινο, 

(πού ἀπό τήν ὀπή τους, 
θά ἔρεαν ὑγρά τα εὖ) 

μ’ ἐπιγραφή ἐκεῖ 
πού θά κείτονταν 
εὐώνυμο: 

Αὐτά τά χείλη, 
Τά χείλη του... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Καμπίνα 124

 
Κάθε φορά... 
στήν ἐμπασιά τοῦ νεοσύλλεκτου ὄρθρου, 
μές στό θαμπό, 
καταφθάνεις εὐρύκορμος 
κι ἀρέσκεσαι νά ψηλαφεῖς 
μέ χέρια αἰχμηρά, 
διψῶντας ν’ ἁλώσεις 
τῆς γύμνιας μοῦ τό ἔρεβος. 

Τά κατοπτρικά μου μάτια 
μαινόμενα 

τ’ ἀφίλητα χείλη μου 
ξόβεργα 

διψοῦν γιά τ’ ἀπρόσμενο 
καί νείρονται 

ἐκστατικά 

ὡς νά μέ κοιμηθεῖς 
στῆς πυξίδας τόν δείκτη 
ἀνάσκελη. 

Ὡς νά χαρεῖς ὀλόγεμο 
τό φεγγάρι πρυμναῖο. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ποιός τό ρολόϊ... 


Χαμόγελα. 
Ἦταν πού θά 'φευγες, 
μέ τήν πλάνη τοῦ ταξιδιοῦ 
ζωγραφισμένη στό πρόσωπο. 
Εἶχες τοῦ ἀνεμπόδιστου τό χαμόγελο 
ὅπως γλάρος σ’ ἐλεύθερη πτώση. 

Ἡ ὥρα περνοῦσε. 
Κάτι ψιθύρισες δίχως νά πεῖς 

Σέ ἄγγιξα μέ ρῖγος παρθένας 
μά δέν αἰσθάνθηκες 

μεταμορφώθηκα πόρνη ἐν ὥρᾳ καθήκοντος 
μά δέν ἔνιωσες 

μέ βλέμμα ἐνόπλου σέ κοίταξα 
μά δέ φοβήθηκες 

Ἐπιβιβάστηκες. 

Σέ ἀποχαιρέτησα 
μέ τήν ὑποσχετική στό βλέμμα μου 
ἀβέβαιη, πόσο... 

Δυό χρόνια δρόμος 
σκέφτηκα 
καθώς τήν τελευταία... 

Θά περάσει. 

Θά σ’ ἔχω στή μνήμη μου 
περσινό χελιδόνι 
καθισμένο στούς λεπτοδεῖκτες τῆς λήθης. 

Ποιός τό ρολόϊ... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ἡ Ποίηση

 
Ποίηση εἶναι 
νά ἀναρριχᾶσαι 
στῶν λευκῶν σελίδων 
τά ὄρη 
μέ μόχθο ἀνάβασης, 
καί μέ τά σκέλη τῆς σκέψης 
ὀρθάνοιχτα 
νά προστρέχεις στό λίθινο 
φαλλικό μονοπάτι τῆς γνώσης.
 

Κρατῶντας μελάνη ὀργασμική, 
σπερματικῆς γύρης, 
τ’ ἀκροδάχτυλα πρέπει 
νά χαίρουν βόγγο βουβό. 

Στά ὄρη τῆς ποίησης 
μονοπάτια κακοτράχαλα, 
μά ἐσύ θ’ ἀναρριχᾶσαι... 
ἕως τ’ ἀποπλανημένο 
μονοπάτι τῆς σκέψης 
νά στάξει μέσα σου 
φιλάλληλο νέκταρ. 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Παρόρμηση 


Ἔφυγες, 
κι ἔμεινα μόνη 
μέ τήν ἄμμο πού πάτησες. 

Μέ τά δάκρυα τῆς περσινῆς χελιδόνας, 
σέ πλάθω Κοῦρο 
μέ βλέμμα ἐρωτευμένου. 
Στή ραφή τῶν χειλιῶν σου 
στρόβιλοι, 
κι ἀπό 'κεί 
τό βουητό μιᾶς μέλισσας, 
σάν βγαίνει ἀπό κρίνο. 

Ζάβωσα, νά σέ χτενίζω λυσίκομο, 
μέ τίς Περσεῖδες τῶν μαλλιῶν σου 
σέ πτώση. 

Στά χαρακώματα τοῦ στήθους σου 
στάθηκα 
μέ σπασμό ξαναμμένο 
καί βόγκο – 
γιατί πόλεμος... 

Κατά τό τέλος, πείνασα 
γιά νά σέ δῶ... 
μά δέν χόρτασα... 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨ 



Δέν ἤσουν... 


Καί ἦρθες, μετά. 
Μέ τό καλοκαίρι στά μάτια σου, 
λουσμένος στό φῶς. 
Ἡ φωνή σου, Κυριακή θύμιζε, 
καί ἡ ἀνάσα σου 
νοτιᾶς σέ ἀγροικία μέ ρόδα. 

Μέ πλησίασες 

Στά ζεστά μου μάγουλα 
τό φιλί σου, φθινόπωρο. 

Δέν εἶπα πώς σέ σκεφτόμουν 
γιά νά μή μοῦ ξεκόψεις 
ἀπό τ’ ἀγέρωχο τοῦ τοπίου: 
Στό παλιό μονοπάτι, μέλισσες 
ἔπιναν τό νέκταρ 
ἀπ’ ὅπου περπάτησες. 
Τά πουλιά κελαηδούσαν λές καί ἄνοιξη. 
Ἡ φύση ἄλλαζε χρώματα στό τοπίο – 
θαρρῶ πώς θάλασσα τό βουνό, 
θαρρῶ, πώς... 

Στό χτύπημα τοῦ τηλεφώνου σου ζήτησα συγνώμη, 
γιά λίγο! γιά ἕνα λεπτό... 

Μά δέν ἤσουν... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Τί ἤθελε...; 


Ἤθελε γίνει ὁ στοχασμός κρασί γιά νά μεθύσω 
δίχως ἐλάχιστα νά νιώσω ἐγώ ἀπό τή χαρά; 
Ἤθελε αὐτός, τά χείλη μου χωρίς νά τά φιλήσω 
κι ἔτσι ὡς ἀνέγγιχτη, νά φέρω ἀγγέλου τά φτερά; 

Ἤθελε αὐτός, τίς σκέψεις του γιά ν’ ἀποκαταστήσω 
δίχως ποτέ, λίγη νά βρῶ γιά μέ παρηγοριά; 
Ἤθελε αὐτός, τόν ἔρωτα νά τόν παραγνωρίσω 
δίχως νά μάθει τό κορμί, πῶς πρέπει στή φωτιά; 

Ἤθελε αὐτός, ὁ πόθος μου μήν ἀνταμώσει ξένο 
καί ἡ σκέψη μου, μήν πλανηθεῖ σέ κόσμους μυστικούς; 
Μήν τό κρασί του νόθεψαν τά μύρα ὁπού τόν ραίνω 
καί μέ ρωτάει, στή μέθη του, γιά κήπους κρεμαστούς; 

Τί 'θελε αὐτός; δίχως ποτέ νά 'χω γνωρίσει πόνο; 
Δίχως νά φέρω μιά πληγή κατάστηθα γιά με; 
Μήπως τό λόγο ζήλεψε καί φέρεται μέ φθόνο; 
Ἐμένα, πάλλεται ἡ καρδιά στόν ἔρωτα! Ἀμέεεε... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Πῶς γιά νά ζεῖς 


Σέ μοναξιά πνιγερή, 
θά πρέπει 
νά ἐπιζεῖς τῆς μνήμης 
λέγοντας: 

Ὅλα καλά! 

Στόν καθρέφτη 
τῆς ὑπομονῆς, 
νά ντύνεσαι πρωινή, 
καί μή σφαλίζεις τά μάτια 
λές καί παράθυρα. 
Κοίτα μπροστά 
φωνάζοντας: 

Ὅλα καλά! 

Νά προσεύχεσαι, μόνο 
νά μή λείπει τίποτα 
ἀπό τά τιμαλφῆ 
τῆς ψυχῆς σου, 
καί σίγουρη πιά 
μ’ ἐλαφριά τήν ἀνάσα 
νά λές ἐκεῖνο, το: 

Ὅλα καλά! 

Ἔξω, θά πρέπει 
νά ξημερώνουν χρώματα, 
κι ἐσύ 
στό μονοπάτι τῆς χαρᾶς 
νά καλωσορίζεις 
ὅ,τι σοῦ δόθηκε 
λέγοντας: 

Ὅλα καλά! 

Στερνή μου ὀρμήνια, 
νά θυμᾶσαι: 
Κάθ’ ἕνα λάθος, 
μιά θηλιά 
φτιαγμένη γιά τήν κεφαλή, 
γι’ αὐτό κι ἐσύ 
ποτέ, σέ δρόμο ἀλλόκοτο 
μήν παραβγεῖς. 
Τότε, θά ζεῖς! 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Κύριε, 

ἐσεῖς πού φτιάξατε 
ὅλα τῆς Γῆς τά κάλλη, 
σάν τό κλωνί πού θάλλει, 
ἄς φτιάχνατε κι ἐμέ. 

Ἤθελα ἐγώ τῆς ἄνοιξης, 
νά γεννηθῶ χελδόνι, 
τήν ὥρα πού κορδώνει 
νά πιεῖ τό πρωινό. 

Ἀκόμη, κι ἄς ἀνάβλυζα, 
σάν γάργαρη βρυσούλα. 
Στάλας νά 'μαι δροσούλα, 
σέ φτέρη τοῦ βουνοῦ. 

Ἤ, ἔστω, κάποιο σύννεφο, 
τά γύρω νά ραντίζω. 
Μυρμήγκι, γιά νά χτίζω, 
τή βύθια μοῦ φωλιά. 

Ἤ, πάλι, ἐγώ στό πέταγμα 
κάποιου πουλιοῦ νά μοιάζω, 
νά γείρω, νά κουρνιάζω, 
ὁπού 'θελε ἡ στιγμή, 

καί νά 'χω δίπλα, συντροφιά 
τό πρωτινό τ’ ἀστέρι, 
καί σάν τό περιστέρι, 
νά 'χω λευκά φτερά. 

Κύριε, ἄς ἤμουν τοῦ βουνοῦ 
κάποιο κλωνί, μιά ρίζα. 
Μές στά τοπία τά γκρίζα, 
ν’ ἀνθίζω τήν αὐγή, 

ἤ νά 'μαι χρήσιμος καρπός, 
μιά κλάρα, φορτωμένη, 
πού αὐτή θά ξεχορταίνει, 
τ’ ἀνήμερα θεριά. 

Κύριε, ἄς ἤμουν χάραμα, 
ἀστερισμός, λυκόφως. 
Ἕνας μικρούλης λόφος, 
σέ μιά κρυφή ἐρημιά, 

πού θά 'χει ἄστατο καιρό – 
μιά ξαφνική βροχούλα, 
ν’ ἀνοίγω τή βρυσούλα, 
νά ξεδιψοῦν στή γῆς! 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Προσευχή

 
Στή Νεκταρία Καραντζῆ 


Σύ γάρ εἶπας, κράζουσα ἐν τῇ νυκτί θυμόν μέγα, Παρθένε. 
Τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ Πανιερωτάτη καί ἐπουρανία Δέσποινα, 
Θεόνυμφε κρῖνε ἀμάραντε τῆς ἀγάπης καί ἐγνοίας, 
τελεία καί ἄμεμπτε μήτηρ Θεοτόκε, ἄφθαρτε! 
Ἐλέησον ἡμᾶς τούς ἀναξίους καί ἴασε τάς ἀσθενείας ἡμῶν 
ἀπό πᾶσαν διαβολήν σημαίνουσα φθόνον, ἀσπλαχνίαν, 
μωρίαν, ἀδικίαν, ἀλαζονείαν καί πᾶσαν ἄλλην νόσον πνευματικῆς 
καταπτώσεως καί θεράπευσον τάς μωρᾶς ψυχάς καί καρδίας ἡμῶν 
ὥστε γενεάν μίαν πεφωτισμένων διέλθει τήν περί τοῦ Θεοῦ ἀξίαν ὁδό. 

Τῆς ἐλπίδος Παρθένε ΠανΑγία, μεγίστη τῆς ἀγαθότητος κόρη ἀνύμφευτε, 
ἐλέησον τούς ἀξίους τῆς πίστεως διαγωγούς - 
τούς τήν μεσιτείαν καί χορηγίαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ δορυφοροῦντες, 
ὅπως καί τούς την ἀγνοίαν ἀδόλους τῷ πνεύματι ταπεινούς. 

Χαῖρε, Μαρία! 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Πούθ’ ἔρχεσαι...; 


Μωρό μου, ἐσύ πού σκιάζεσαι 
μές στο πολύ σκοτάδι, 
πού πάλλεται ἡ καρδούλα σου 
στό στοργικό μου χάδι, 

δέ θέλω νά πικραίνεσαι 
καθώς πού θά κοιμᾶσαι, 
θέλω σέ κεῖνα τά ὄνειρα 
εὐτυχισμένη νά ‘σαι 

ψυχή· δικό κομμάτι μου 
τῶν σπλάχνων, ὕπαρξή μου, 
πού ἀπό τά τώρα σοῦ μιλῶ 
καί δίνω τήν εὐχή μου: 

Νά πιοῦνε τά ματάκια σου, 
νά δοῦν τόν κόσμο, πλέρια, 
καί κεῖνα τά χεράκια σου 
ἄς πιάσουνε τ’ ἀστέρια 

ὥστε, μέσα στόν ἄγνωστο 
τόν κόσμο πού θά βγοῦνε, 
ἐκεῖνες οἱ αἰσθήσεις σου, 
νά μήν πολύ πληγοῦνε 

καθώς, δέν εἶναι κι εὔκολο: 
Σοῦ πρέπει γιά νά τρέξεις, 
καί στό παιχνίδι μές σ’ αὐτό 
δέν ἔχει γιά νά παίξεις. 

Πούθ’ ἔρχεσαι, ἀγγελούδι μου, 
γιά ποῦ τραβᾶς, πηγαίνεις...; 
Δέ νιώθεις, πρίν νά γεννηθεῖς; 
Τί θέλεις κι ἐπιμένεις... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Νανούρισμα 


Παιδί, ζωσμένο ἀπό εὐωδιές καί μύρτους στολισμένο, 
πού ὁλόγυρά σου ἀσίγαστα σοῦ κελαηδούν πουλιά, 
πού ξενυχτᾶς κοιτάζοντας τ’ ἀστέρια μαγεμένο, 
γεῖρε τό σῶμα στῆς νυχτιάς τήν ἄκρατη ἀγκαλιά. 

Γεῖρε τό σῶμα σου, παιδί, νά κατεβοῦν οἱ Μοῦσες, 
νά σέ κοιμίσουν μέ γλυκιά τοῦ ὀνείρου μουσική· 
γεῖρε κι ἐγώ θά σοῦ κρατῶ τ’ ἀστέρια πού μετροῦσες, 
νά στ’ ἀσημώσω πιό λαμπρά νά φέγγουν πέρα ἐκεῖ. 

Γεῖρε, δέν πρέπει ἀκοίμητο γιά νά σέ βροῦν οἱ Μοῖρες, 
γιατί σάν ἴσκιοι θέ νά 'ρθουν σέ μένα τρεῖς φορές 
νά μοῦ ἱστορήσουν μυστικά τ’ ἀνέλπιστα πού πῆρες: 
Ὅλα τ’ ἀνείπωτα θά βρεῖς μές σέ καημούς, χαρές. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨


Χαμόγελα 


Ἦταν πού θά 'φευγες, 
μέ τήν πλάνη τοῦ ταξιδιοῦ 
ζωγραφισμένη στό πρόσωπο. 
Εἶχες τοῦ ἀνεμπόδιστου τό χαμόγελο 
ὅπως γλάρος σ’ ἐλεύθερη πτώση. 

Ἡ ὥρα περνοῦσε. 
Κάτι ψιθύρισες δίχως νά πεῖς.
 

Σέ ἄγγιξα μέ ρῖγος παρθένας 
μά δέν αἰσθάνθηκες 

μεταμορφώθηκα πόρνη ἐν ὥρᾳ καθήκοντος 
μά δέν ἔνιωσες 

μέ βλέμμα ἐνόπλου σέ κοίταξα 
μά δέ φοβήθηκες 

Ἐπιβιβάστηκες. 

Σέ ἀποχαιρέτησα 
μέ τήν ὑποσχετική στό βλέμμα μου 
ἀβέβαιη, πόσο...
 

Δυό χρόνια δρόμος 
σκέφτηκα 
καθώς τήν τελευταία... 

Θά περάσει. 

Θά σ’ ἔχω στή μνήμη μου 
περσινό χελιδόνι 
καθισμένο στούς λεπτοδεῖκτες τῆς λήθης. 

Ποιός τό ρολόϊ... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨


Ἡ προῖκα μου... 


Στίχους Σπαρτιάτικους 
ἤθελα νά 'γραφα. 
Μέ ἀσπίδα καί δόρυ 
ν’ ἀποκρούω τῶν λέξεων 
τήν ἀνάσα 
καί νά λογχίζω 
τίς ἰαχές των. 

Ἡ πανοπλία μου, 
νυφικό χάλκινο 
κι ἀπό τά χείλη μου 
στρατιῶτες – 
θυελλικοί λέοντες, 
μέ χαίτη ἀνάερη 
καί νύχια γαμψά.
 

Ἡ προῖκα μου, αἰῶνες μετά, 
μπαρούτι καί φλόγα. 
Κι ἕνα φυτίλι... 

Γιά νά 'γραφα 
στίχους 
Σπαρτιάτικους. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨ 




Τό περίστροφο 


Κάποτε, γνώρισα κάποιον 
πού ἀγαποῦσε τρελά τή ζωή, 
μέχρι πού, μιά νύχτα, αὐτή τόν πρόδωσε.
 

Βέβαια, αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ποτέ δέν τόν εἶδα, 
παρά μόνο τόν ἄκουσα 
ἀπό ἕνα γδοῦπο 
στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ τηλεφώνου. 

Ἀλλά, ἄς τά πάρουμε ἀπό τήν ἀρχή. 

Στό τηλέφωνο: 

-Μέ ἀγαπᾶτε, κύριε; 
-Μά... δέν... 
-Θέλετε πολύ, πάρα πολύ, νά μέ γνωρίσετε; 
-Πολύ, πάρα πολύ! 
-Ὡραία. Ποῦ θέλετε νά βρεθοῦμε; 
-Στήν πλατεῖα Ὁμονοίας, ἄν σᾶς βολεύει, 
ἀλλά... πῶς θά σᾶς ἀναγνωρίσω; 

-Εὔκολα, κύριε. Τίς νύχτες, 
ντύνομαι πάντα περίστροφο. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ἀπό τό φινιστρίνι τῆς ὁδοῦ Στουρνάρεως 


Κατά τ’ ἄλλα, ἦταν ἀξιοπρεπής, γιατί ὅ,τι καί ὅσα εὐφρόσυνα 
ἔζησε ἡ καταγῆς ξαπλωμένη "κυρία", μπορεῖ νά τά ἔκαμε μέ φειδώ 
ἀλλά χωρίς τήν φλύαρη διάθεση τῶν "ἀγορασμένων" γυναικῶν, 
τῶν ἐπιτηδευμένων δηλαδή τήν ἀρχαία τέχνη 
μέ τούς ἐκ προθέσεως ἀλαλαγμούς, γέλωτες καί κρωγμούς... 

Ἔτσι, ἁπλᾶ καί εὐφρόσυνα στενάζοντας, ἀπομάκρυνε ἀπό τά χείλη της 
τ’ ἀπομεινάρι ἔκκριμα τοῦ "κυρίου" καί κατόπιν ἀποχώρισε. 

Σταυροκοπήθηκα, βέβαια, κι ἀπόμεινα νά κοιτάζω 
τήν ἠρεμία τῆς θάλασσας, τή φυσική νομοτέλεια, τήν ἄσπιλη 
καί ἀμόλυντη πέρα καί πάσης πράξεως κακόβουλης ἠθικῆς... 

Μετά, σφάλισα τό φινιστρίνι τῆς ὁδοῦ Στουρνάρεως, 
ἀφήνοντας μέ ἔξω ἀπό αὐτά της τ’ ἀνομήματα. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



29 ἐτῶν 



Δέν εἶχαν περάσει δύο λεπτά, ὅταν ἔξω ἀπό τό δωμάτιο 526 
πού νοσηλευόμουν, ἄκουσα τό γιατρό νά ἀνακοινώνει 
στό σύζυγό μου, πῶς ἐπῆλθε ὁ θάνατος: 
"Οἱ ἐννέα ὧρες τοῦ χειρουργείου, κύριε, βιαίως καταπόνησαν 
τόν ἤδη βεβαρημένο ὀργανισμό τῆς ἀσθενοῦς πού, δυστυχῶς, ἐκατέληξε". 

‘Ἔπειτα, μέ τήν συνηθισμένη τῶν περιστάσεων ἐλαφρά κλίση 
τοῦ σώματος, ὁ γιατρός συλλυπήθηκε τούς συγγενεῖς 
καί χάθηκε πέρα στούς δαιδαλώδεις διαδρόμους τοῦ νοσοκομείου. 

Δέν εἶχα ἐνοχληθεῖ τόσο γιά τό θάνατό μου, ὅσο γιά τήν ψυχρή, 
ἀδιάφορη ἤ καί ὕποπτα ψύχραιμη τοῦ συζύγου μου στάση, 
γιά τήν χωρίς δηλαδή, πρέπουσα ἀντίδραση καί συμπεριφορά 
στό νά ρωτήσει ἕνα, Γιατί... Ἕνα Πῶς... Ἤ, Τί συνέβη... Ἤ, ἔστω: 
"Ἦταν μόλις 29 ἐτῶν, σχεδόν παιδί!" 

Ἕνα δάκρυ, ἔστω... Νά ἐξωτερικεύσει αὐτήν τήν ἀνάγκη 
τῆς ἐσωτερικῆς του ἔκρηξης πού, ὑποτίθεται, προκάλεσε 
ἡ ξαφνική καί μή ἀναμενόμενη ἀπουσία...! 

Τίποτα, ὅμως, τίποτα! σάν καί νά μήν ὑπῆρξα... 

Ἀργότερα, τόν ἀκολούθησα μέχρι τό Parking τοῦ νοσοκομείου. 
Μέχρι πού μπῆκε στό ἁμάξι τῆς φίλης μας της Μαίρης. 
Μέχρι πού τή φίλησε στό στόμα. 
Μέχρι πού... 
Ἔμεινα... 
Δέν εἶχα καλά – καλά φτάσει στά σύννεφα, γιά νά πέσω... 

Μετά, ἦταν ὅπως ὅλοι οἱ θάνατοι. 
Ἡ ἐκκλησία 
τά ἄνθη 
οἱ συγγενεῖς 
ὁ ἐπικήδειος 
ἡ ἐξόδιος 
ὁ καφές. 
Ὅλοι καί ὅλα ἦταν ἐκεῖ...
 

Κι αὐτός... Κι ἐκείνη... 

Μόνον ἐγώ, ἔλειπα... 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Εἶναι γιατί..


Ἴσως μιά μέρα, φύγω, δίχως νά σᾶς μιλήσω, 
δίχως τόν πόνο ἐκεῖνο, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ. 
Στήν ἀγκαλιά μου, μέσα, δίχως νά σᾶς κρατήσω. 
Δίχως φιλιά καί δάκρυα, τοῦ ἀποχωρισμοῦ. 

Ἴσως μιά μέρα, φύγω, δίχως νά σᾶς ἀγγίξει. 
Νοσταλγικά ποιός θέλει καί μέ βαριά καρδιά; 
Εἶναι μαχαίρι ὁ νόστος πού καρτερεῖ νά πλήξει. 
Εἶν’ ἀστραπή πού σχίζει τή δροσερή βραδιά. 

Ἴσως μιά μέρα, φύγω δίχως νά σᾶς γνωρίσω, 
δίχως νά 'χουμε ὑπάρξει κάποια στιγμή, καθώς 
εἶναι γιατί (δέν εἶναι, στιγμή γιά νά λυγίσω...) 
Εἶναι γιατί, ποῦ θά 'μαι, ἤθελα ἐσᾶς γιά φῶς. 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Φταῖτε κι ἐσεῖς... 


Φίλοι μου... 
ὅπως μέ ξέρατε, 
ἴδια δέν θά μέ βρεῖτε. 
Εἶναι γιατί, δέν ἄντεξα 
τόσους πολλούς 
τῶν λέξεων 
τοκετούς. 

Πόσα χαράματα, σκυφτή 
καί νά σ’ ἀρνοῦνται οἱ λέξεις... 

Φταῖτε κι ἐσεῖς, ναί! ναί! ναί! 
Κι ἐσεῖς... 

Πού δέν ἤσασταν 
ἐκεῖ 
τήν κατάλληλη ὥρα, 
τή γλιστερή τῆς σκέψης μου 
πλευρά 
ν’ ἀφουγκραστεῖτε 

οὔτε τό οὐράνιο τόξο 
τό λειψό ἀπό χρώματα 
εἴδατε 
γιά ν’ ἀποτρέψετε 
τοῦ λογισμοῦ μου τά κατάμαυρα πουλιά 
πού φτέρωναν 
πρός τό ἀκατοίκητο Εἶναι μου 

Κι ὅμως... 
Ἐγώ, ἡ σεμνή, 
δέ γύρεψα 
παρά μή σβήσουν τ’ ἄστρα 
καί ἡ χαραυγή, 
ἀπ’ τό βλέμμα σας 

Τόσα χαράματα, σκυφτή 
καί νά σ’ ἀρνοῦνται οἱ λέξεις... 

Φίλοι μου, 
ὅπως μέ ξέρατε... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ἐπιζήσασα τῆς ἀπουσίας σου, μετονομάσθηκα σέ Σιωπή... 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ὀξύαιχμος γλῶσσα 


Στή ρήχη τοῦ σώματός σου, 
ἐπιθυμῶ νησῖδα 
νεάνιδα 
μέ βλέμμα καλοτάξιδο 
πρός τό διηνεκές 
τῶν δεινῶν ἐκρήξεων 
καθώς 
ἀσίγαστου ἡφαιστείου.
 

Ἀγριοκέρασα οἱ θηλές 
κι ἐγώ πυρπολημένη 
ἀνάσκελη 
νά νείρομαι τίς σταλάξεις 
τῶν κρίνων χυμῶν σου. 

Καί πάντα, 
ἀσημοπεταλίδα μονοκέλυφη 
μέ χαίτη ἀνάερη 
καί βλέμμα καλοτάξιδο! 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Τοῦ πηλοῦ 


Δυό δειλινά, κι ἀκόμη... 

Νά ξέχασες; 

Στέκομ’ ἐδῶ 
μόνη 
λουσμένη τά μύρα, 
γυμνόκορμη. 

Νά ξέχασες; 

Κάθε πού ἀργεῖς 
σέ φαντάζομαι 
Ἀχιλλέα κι Ἀλέξανδρο. 
Κατά Πέρση, Σπαρτιάτη! 

Νά ξέχασες; 

Εἶναι μέρες 
πού τό κορμί σου 
δουλεύω πηλό, 
κόβοντάς το 
μέ ξυραφιοῦ χαμόγελο. 

Ἄλλες φορές, 
σέ πλάθω τοξότη 
μέ φαρέτρα καί βέλη: 
Χθές, σέ φαντάστηκα 
νά πολεμᾶς τούς ἀνέραστους 
μ’ ἀκίδα βέλους γυμνό φαλλό. 

Δυό δειλινά, κι ἀκόμη 
πού ξέχασα 
νά θυμηθῶ 
ἄν ὑπῆρξες(...) 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Προσμένοντας ΙΙ 


Ἄραγε, ποῦθε νά κινάει τοῦτο τῆς δρόσου ἀγέρι; 
Σέ ποιό πηγαίνει, ἀστέρι; 
Ποιά θάλασσα καί ποιά στεριά περνάει δίχως νά ξέρει 
ποιόν ἀγαπῶ, νά φέρει; 

Σέ ποιά τοῦ κόσμου αὐτή γωνιά, θά παύσει τήν ὁρμή του; 
Ποιός ξέρει τήν ἀρχή του; 
Ἅμα στενάξῳ «Σ’ ἀγαπῶ» θά κάνει την, φωνή του; 
Θά στείλει την, στ’ αὐτί του; 

Κι ἄν μπερδευτεῖ, μέ τῶν βουνῶν τά δέντρα τά πελώρια 
κι ἀκούσει: «Ζῶ πιά χώρια» ; 
Μήν ἀρρωστήσει καί βαριά μου πάθει στενοχώρια 
ἐκεῖ, στά ξεροβόρια; 

Μήπως, θά 'ταν καλύτερα νά τόνε περιμένω; 
Τό βέβαιο, νά προσμένω; 
Μήπως, τ’ ἀγέρι τοῦτο ἐδῶ δέν θέλει εὐτυχισμένο 
ζευγάρι, ἀγαπημένο; 

Ἄραγε, ποῦθε ν’ ἀρχινάει τοῦτο τῆς δρόσου ἀγέρι; 
Ποιός το μπορεῖ, νά ξέρει; 
Ἤθελα ἐκεῖνον π' ἀγαπῶ νά πιάσει ἀπό τό χέρι, 
καί πίσω νά μοῦ φέρει... 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ὅπως Ἀτλαντίδα 

Ἀπό τήν τελευταία συνεύρεση 


Καταδυόμενη στό χθές τῶν ἐρώτων μας ἀσθμαίνω καθώς Ἀτλαντίδα χαμένη καί σέ νιώθω πέτρα μαινόμενη παλαιᾶς Συμπληγάδας γλυφῆς πού διψᾶ τῆς ἀβύσσου μου τά ἔγκατα σφοδρά γιά ν’ ἁλώσει. 

Ἀνάερη σάν ἄχνης ὁμίχλη λεπτή προσμένω στ’ ἀρχαῖα κτερίσματα καλῶντας τούς Κίονες τῶν δαχτύλων σου γυμνόκορμη μέδουσα ζωσμένη τό κρίνο μου φῶς νά σοῦ φέξει νά μπεῖς ὡς τήν κοίτη τοῦ πάθους. 

Ἐνοικεῖ τῆς σχισμῆς μου γυρίνος συλλέκτης στῆς μήτρας τό διάκοσμο κι ἐνεδρεύει σέ ξέρα νησῖδας σκοπός νά διακρίνει τό γόνο ὡς νά δεῖ νά αἰωρεῖται Ἀτλαντίδας τό λίκνο γιά ν’ ἄρχει! 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨


Τό τηλεγράφημα 


Μοῦ ζητᾶς γιά μένα νά σοῦ πῶ... 
Ὁ δικός καημός μονάχου ἀνθρώπου. 
Πόθησα ν’ ἀγγίξω τοῦ προσώπου. 
Κεντημένο φτιάχνω "Σ’ ἀγαπῶ". 

Ξέχασα πῶς εἶναι νά φιλᾶς. 
Φρόντισε τοῦ χρόνου νά ξανάρθεις. 
θέλω νά σ’ ἀκούσω νά μιλᾶς. 
Σάν εἰκόνα σ’ ἔχω, νά μή πάθεις. 

Μέρες βρέχει κι ἔξω εἶναι θολά. 
Πέσαν του φθινόπωρου τά φύλλα. 
Διαπερνᾶ τα ἐντός μου ἀνατριχίλα. 
Θέλω νά σοῦ πῶ τόσα πολλά... 

Στέκω σέ παράθυρο ἀνοιχτό. 
Γκρίζο ἀπό τά σύννεφα χαράζει. 
Ἡ βροχή πού πέφτει, μέ ταράζει. 
Φόρεσα πού μοῦ 'φερες πλεχτό. 

(Γιορτινή ψυχή σάν Κυριακή, 
μά κλεισμένη χρόνια σ’ ἕνα κάστρο, 
πού 'θελες μιά νύχτα σάν πεφτάστρο, 
κόκκος, σέ μιάν ἄμμο μαλακή...) 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨ 



Ἡ ἀναμονή 



Ἦταν μιά νύχτα πού ἔβρεχε καί καρτεροῦσα ἀγάλι 
μέχρι νά φτάσει πού θωρῶ δυό χρόνια στ’ ἀκρογιάλι. 
Μέχρι νά φτάσει ὁ ἔρωτας πού λαχταρῶ γιά νά 'χω. 
Νά σταματήσω, ἡ δύστυχη, νά καρτερῶ ἀπ’ τό βράχο. 
.............................................

Ἔλα, καρδιά μου, μήνυσε σέ αὐτόν πού λαχταρῶ, 
πού χρόνια τώρα καί καιρούς στό βράχο καρτερῶ, 
μές στή δική μου τή ζεστή νά πέσει τήν ἀγκάλη, 
ν’ ἀπαρνηθεῖ τή θάλασσα τήν πλέρια, τή μεγάλη. 

Ἔλα, ψυχή μου, λεύτερο γίνε πουλί τοῦ ἀνέμου 
γιά νά τοῦ πεῖς «ποῦ χάθηκες καί δέ γυρνᾶς, καλέ μου. 
Πού δέν ποθεῖς τά νιᾶτα της, τ’ ἀφίλητα τῆς χείλη. 
Πού τόσα χρόνια σ’ ἐκκλησιά σ’ ἀνάβει τό καντήλι...» 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Πηνελόπη 


Θέλω: Ν' ἀνοίγω τήν πόρτα καί νά σέ κοιτάζω. 
Στά βάζα τριαντάφυλλα νά βλέπεις πού βάζω. 
Νά κοιτᾶς τό διάκοσμο σάν ξυπνᾶς, κι ἐκεῖνες 
τίς λευκές πού κέντησα γιά σένα κουρτίνες. 

Νά χαϊδεύεις τό πρόσωπο, τά σκοῦρα μαλλιά μου. 
Νά ριγεῖς σάν βρίσκεσαι στή ζεστήν ἀγκαλιά μου. 
Νά σέ βλέπω νά κάθεσαι νά παίζεις στό πιάνο, 
νά φιλῶ τά χέρια σου σάν συνθέτουν κεῖ πάνω. 

Νά φιλῶ τά χείλη σου σάν θ’ ἀκούω τή φωνή σου. 
Νά χαϊδεύω τήν ὄμορφη σάν εἰκόνα μορφή σου. 
Νά μέ νιώθεις δίπλα σου γελαστή καί μέ χάρη. 
Τ’ ἄρωμά σου νά νιώθω στό δικό μαξιλάρι. 

Μά ὅσα πού 'θελα, πέρα μοῦ τά πῆρε τό κῦμα... 
Ὅ,τι ροῦχο μου πλέκω τό κεντῶ - μαῦρο νῆμα. 
Πηνελόπη προσμένω στό θαμπό τό σκοτάδι· 
τή ζεστή σου ἀγκαλιά λαχταρῶ κι ἕνα χάδι. 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨


Ὁ ἀσθενής 


Πέθαινε, 
μά κανείς δέν διέγνωσε ἀσθένεια, 
οἱ αἱματολογικές τῶν ἀναλύσεων, φυσιολογικές. 

Νεφροί – καρδιά – ἧπαρ – πνεύμονες... 

Τά μηχανήματα τοῦ νοσοκομείου, στό κόκκινο, 
ὅλα! Γι’ αὐτόν... μά τίποτε... 
Στίς τρεῖς τά ξημερώματα, ἀποδήμησε, 
μά μυστήριο ὁ θάνατος του, ὡς τά σήμερα. 
Αὐτός ὁ νέος, πού πέθανε, 
πιθανότατα 
νά πέθαινε ἀπό ἔρωτα. 

Ὅλοι ἐμεῖς, οἱ ἀσθενεῖς 
οἰκεῖοι τοῦ Ἔρωτα, 
τόν συλλυπούμαστε. 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨ 



Τή φίλησε τρυφερά κι ἔφυγε. 
Ταξίδι, γιά δουλειές. 
Πέντε ὧρες ἀπόσταση ἦταν, 
Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη. 

-Πότε θά 'ρθεις; -Μεθαύριο! 

Κι ἔφυγε... κυριολεκτικά... 
Δυστύχημα, εἶπαν. 

Ἔγινε ἀνάμνηση καί ἀπολησμονιά. 
Μόνο, τά κατά καιρούς φρέσκα λουλούδια 
θυμίζουν πώς ὑπῆρξε... 

Καί κάτι, ἀκόμα 

Στήν ἐπιτάφια φωτογραφία του, 
ὅταν βρέχει, μία σταγόνα 
στό μάτι του... 
Κάτι σάν δάκρυ, μετέωρο, 
εὔθραυστο, 
ὅπως καί ἡ ζωή του... 

Ὅπως καί οἱ ζωές, ὅλων μας! 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Τά τοῦ κάδρου

 
Καμιά φορά, ἀπό τή φωτογραφία τοῦ κάδρου σου, 
βγαίνεις καί κάθεσαι δίπλα μου, στό σαλόνι. 
Ἄλλοτε μοῦ μιλᾶς ἤρεμα, κι ἄλλοτε 
θυμωμένος ἀπ’ ὅσα λέμε, 
ἀποστρέφεις τό πρόσωπο 
καί κοιτᾶς ἀλλοῦ. 
Μερικές φορές, κλαῖς, 
βρίζεις καί ἀπειλεῖς 
δείχνοντάς μου τό κάδρο. 

Δέν καταλαβαίνω... Τί σ’ ἐνοχλεῖ...; 

Μήπως ἡ στενότητα τοῦ κάδρου; 
Ἡ φωτιά τοῦ τζακιοῦ ἀπό κάτω του; 
Τό πρόχειρα ἀκουμπισμένο σπαθί δίπλα του; 
Ἡ στραμμένη ἐπικίνδυνα πρός αὐτό κάννη τοῦ ὅπλου; 
Τό παλαιό μυδραλιοβόλο τοῦ πατέρα μου ἀπό τήν κατοχή; 

Δέν σέ καταλαβαίνω... 

Μέ τέτοια ἀσφάλεια, τί ἔχεις νά φοβᾶσαι; 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ἤθελα...

 
Ἤθελα νά τούς δείξω πῶς νά διαβάζουν, 
ν’ ἀπαγγέλουν ὄμορφα, 
καί μοῦ 'κλεισαν τό στόμα. 

Ἤθελα νά τούς δείξω πῶς νά φυλλομετροῦν, 
κάθε βιβλίο, 
καί μοῦ 'κοψαν τά χέρια. 

Ἤθελα νά τούς δείξω πῶς νά θηλάζουν 
τῆς ποίησης τό γάλα, 
καί μοῦ 'κοψαν τά στήθη

Ἤθελα νά τούς δείξω πῶς νά ξεχωρίζουν 
τούς λάτρεις τοῦ λόγου, 
καί τούς σκότωσαν... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Μέ ρωτᾶς, τί ζητῶ... 


Ἕνα σπίτι, κι αὐτό 
νά ΄χει αὐλόθυρα· 

νά 'χει κῆπο, 
μέ κλῆμα κι ἀμάραντο, 

δυό σκαλιά, – νά 'χει 
κόπο ἡ ἀγάπη μου, 
καί μιά κλίνη στό φῶς. 

Μέ ρωτᾶς, τί ζητῶ... 

Ἕνα χάδι, ἐλαφρύ 
μά κι ἀπίκραντο· 

ἕναν λόγο ζεστό, 
μέ χαμόγελο... 

Ἕναν ἄνθρωπο – 
λόγος νά ὑπάρχω· 
νά χωρᾶ, στήν ἀγάπη μου. 

Τί ζητῶ...; 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Κατοπινά... 


Ἀπόψε δέν ἦρθες νά μέ φιλήσεις. 
Τόν δρόμο κοίταξα τό σκοτεινό. 
Πέρα τό χρῶμα – ρόδο τῆς δύσης 
ἀργά βυθίζονταν πρός τό κενό. 

Θέλουν τά μάτια μου νά σέ ξεχάσω 
μά δέ γνωρίζουν πῶς ἀγαπῶ. 
Ἄδικα θέλουνε νά σέ δικάσω, 
τό βλέμμα στρέφουν νά μή κοιτῶ.
 

Μόνο ἄν πεθάνω καί πιά δέ θά 'μαι, 
σκιά θέ νά 'ρχομαι στά σκοτεινά, 
νά σοῦ θυμίζω κεῖ πού κοιμᾶμαι: 
«Γιατί δέν ἔρχεσαι, κατοπινά; 

Μήπως καί ξέχασες, ν’ ἀναζητήσεις 
κεῖνο μοῦ τ’ ὄνομα, τό περσινό; 
Δέν ἔχω μάγουλο, νά τό φιλήσεις;» 
(Στοῦ τάφου, δάκρυσα, τό σκοτεινό). 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Μόν’ τῶν ἀνθρώπων τίς σκιές, φοβᾶμαι ν’ ἀντικρίσω... 



Ἔφυγες μές στήν ἄνοιξη δίχως νά πεῖς μιά λέξη. 
Τσιμπολογοῦσαν τά πουλιά καρπούς, στήν ἔρημην ἐλιά. 
Δέν εἶχε ἀκόμα φέξει.

Μήπως, τή ρούγα σκιάζεσαι; Τῶν σκοταδιῶν, τούς ἴσκιους; 

Δίχως δισάκι, ποῦθε πᾶς; Ποῦθε, τή σκέψη σου σκορπᾶς; 
Γιατί μ’ ἐγκαταλείπεις; 
Τ’ ἀγιάζι, κείνου τοῦ πρωινοῦ... 
μή καί σοῦ τάραξε, τό νοῦ; 
Νά 'ξερες πῶς μοῦ λείπεις. 

Πῶς μέ τρομάζει ὁ θόρυβος τοῦ Φθινοπώρου ἀνέμου. 
Ἤρθ’ ὁ χειμῶνας κι ἀγρικώ. Ἔλα, νά δεῖς ποῦ κατοικῶ. 
Κάν’ το γιά με, καλέ μου. 

Μήπως, φοβᾶσαι τά θεριά; Τῶν σκοταδιῶν, τούς ἴσκιους; 

Μά, πῶς ἀργεῖς; Ποῦθε γυρνᾶς; Ποῦθε τό χρόνο σου, περνᾶς; 
Μήπως, ἀλλοῦ κοιμᾶσαι; 
Νά τόν προσέχεις, τόν καιρό... 
"Εἶν’ τό σκοτάδι, δολερό." 
Μοῦ τό 'χες πεῖ, θυμᾶσαι; 

Πέντε πιά χρόνια, πέρασαν καί σέ προσμένω ἀκόμα. 
Μνῆμα καί ξύλα, κάθησαν κι ὅσοι δικοί μου, μ’ ἄφησαν. 
Μαράθηκα, στό χῶμα. 

Ποιός δέ φοβᾶται τά στοιχειά καί τῶν ταφῶν τούς ἴσκιους... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Τοῦ θαυμαστή... 


Στά λόγια μου βρίσκεις λές χίλιες εἰκόνες. 
Πῶς μέσα δονεῖται ἡ ζωή στό χαρτί. 
Βαθύς στοχασμός κι ἀπ’ τό βάθος τυφῶνες 
χαράζουν τοῦ νοῦ μου τήν ἔρημη γῆ. 

Ὑφαίνω μοῦ λές τίς διαστάσεις τοῦ ἀπείρου. 
Πασχίζεις κεῖ μέσα ταξίδι νά πᾶς; 
Κοιμήσου στά νόθα τοῦ κάθε μου ὀνείρου, 
κι αὐτά πού φοβᾶσαι νά μήν τά κοιτᾶς. 

Παλέτα ἡ ζωή πά' στή ράχη τοῦ νόστου. 
Τά λόγια κεντρίζουν τόν ἄμαθο νοῦ: 
Μοῦ θέτει ἐπιμόνως πώς εἴμ' ὁ σκοπός του. 
Πώς πρέπει νά πάψω νά "δίνω" ἀλλουνοῦ.
 

Κοιμᾶμαι. Κι αὐτός στοιχειωμένο λεπίδι. 
Στό πάλλευκο μέσα τόν βρίσκω χαρτί. 
Ἐγώ στήν ψυχή νά διπλώνομαι φίδι, 
κι αὐτός στό μυαλό μου νά κάνει γιορτή). 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨


Τί θέλω...;

 

Χρόνια τίς νύχτες ξενυχτῶ κοιτῶντας πρός στ’ ἀστέρια 
κι ἀστροκοιτῶντας σκέφτομαι πῶς νά 'ναι οἱ ξένοι τόποι. 
Νά 'χουν βουνά πανύψηλα πού στίς κορφές τους πάνω, 
πεῦκα χλωρά καί γύρω τους, πεσμένα κουκουνάρια; 

Νά 'χουν τ’ ἀγνάντια τά δικά; Νά 'χουν τόν ἴδιον ἥλιο; 
Τραγουδιστάδες κότσυφες μήν ἔχουνε κι ἀηδόνια; 
Νά 'χουν ποτάμια; Χείμαρρους; Ἀπόσκια, νά ξαπλώσεις; 
Μήπως, δέν ἔχουν ἄνοιξη; Δέν ἔχουνε, χορτάρι; 

Μήπως, δέν ἔχουν χαραυγή; Μή δειλινά, δέν ἔχουν; 
Μήπως δέν πιάνουν σύννεφα, νά δροσιστοῦν οἱ κάμποι; 
Μιάν ἀμμουδιά, νά ξαπλωθεῖς; Θάλασσα, νά σέ βρέξει; 
Μήπως, δέν ἔχουν ἀπ’ αὐτά, καί σκέψεις μάταια κάνω; 

Μήπως, δέν εἶναι λεύτερα; Μιά Κυριακή, νά νιώσεις; 
Νά πᾶς γιά νά προσευχηθεῖς κι ἕναν σταυρό νά κάνεις; 
Μήπως δέν ἔχουνε χαρές ἀνθρώπινες καί λῦπες; 
Τί θέλω ἐγώ καί σκέφτομαι; Ἐδῶ, καλά δέν εἶμαι...; 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ἡ ἄφοβη 


Κάποια φορά, θαυμάζοντας τίς ὀμορφιές τοῦ Ὀλύμπου, 
ἡ νύχτα πρόκανε χωρίς νά βρῶ τό μονοπάτι. 
Τό δολερό δέ σκιάχτηκα μές στά τυφλά σκοτάδι, 
οὔτε τ’ ἀπόσκιο τοῦ βουνοῦ μέ τ’ ἀνδρειωμένο σχῆμα. 

Ὁλόγυρά μου φυλλωσιές καθώς κισσοί πλεγμένοι 
στά μυστικά ψιθύριζαν τ’ ἀπόκοσμά τους λόγια: 
«Ἀλί στόν ἄμαθο πού δέν γνωρίζει ἀπό σκοτάδι». 
Ἡ ἀλήθεια, πώς θά τρέλαιναν καί πεθαμένο ἀκόμα. 

Ἄνεμος μ’ ἤθελε σκυφτή γιά τοῦ 'κοβα τό δρόμο, 
μά δέν πού τοῦ 'δῶσ’ ἀφορμή νά σκύψω τό κεφάλι. 
Μόνο στραβά τόν κοίταξα καί τοῦ 'πά ἀγριεμένη: 
Ὅ,τι θεριό μέ πρόσβαλε, τ’ ἀπίθωσα στό χῶμα! 

Πέρασε κι ἔτσι ἀκούμπησα πλάϊ στό κορμί ἑνός πεύκου 
πού μέσα στο πολύ βαθύ τῆς νύχτας τό σκοτάδι, 
ἔμοιαζε μ’ ἕνα γίγαντα, στοιχειό σέ παραμύθι, 
πού ἑτοίμαζε τά μπράτσα του καί τίς γροθιές γιά μένα. 

Κι ἔτσι καθώς σκεφτόμουνα ποῦ κρύφτηκεν ἡ ρούγα, 
ψιθυρισμούς σά ν' ἄκουσα κι ἀπέναντι μοῦ ἐφάνη, 
πώς εἶδα τρεῖς ἀνάλαφρες ὤριες κοπέλες πού 'χαν, 
τ' ἄϋλα χλωμά κεῖνα κορμιά, καθώς τῶν φαντασμάτων. 

Πάλι δέ σκιάχτηκα γιατί δέν εἴμ’ ἐγώ φτιαγμένη 
στά φυσικά παράδοξα τοῦ κόσμου αὐτοῦ δοσμένα, 
γιά νά λυγίζει μου ἡ ψυχή, γιά νά φοβᾶται ὁ νοῦς μου. 
Τά δολερά τά σχήματα, τά σπάω καί τά τσακίζω. 

Κι ἔτσι ὡς συμβαίναν διάφορα κι ἡ νύχτα προχωροῦσε, 
μικρές στό σύθαμπο δειλές ξεπρόβαλαν ἀχτῖδες 
ὥσπου μπροστά μου διέκρινα στρατί καί μονοπάτι. 
Τότε, μοῦ ξέφυγε κραυγή! ἄνθρωπο ἐγώ σάν εἶδα... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Γεννήτορες 



Τώρα πού φεύγει τό παλιό καί τό καινούργιο φτάνει, 
πού μέ χαρά ἀποστρέφουμε τό βλέμμα μας στό χτές, 
τούς προσφιλεῖς μας γέροντες κανείς μή τούς ξεχάνει: 
Παθητικά μή στέκεστε τοῦ λήθαργου ἐραστές. 

Ἐσεῖς, πού στέκετε αὐστηρά ζῶντας γιά μιάν αἰτία, 
στρέψτε τό βλέμμα στ’ ἄκαμπτα πού ἀπόμειναν κορμιά. 
Στρέψτε καί δεῖτε τους το φῶς πῶς βαίνει στή σκοτία. 
Κι ἡ θλίψη ἀκόμη ἀπόκαμε δίχως χαρά καμιά. 

Στέρξτε! Χαρίστε τους χαρά, τήν ἀγκαλιά σᾶς δῶστε. 
Μέ δίχως ἀνταλλάγματα καί μέ συμβιβασμό. 
(Μέ πῆρε ἡ νύχτα, γράφοντας. Παιδιά, μή μέ μαλῶστε. 
Ματάκια μου! Χορτάσατε;) Μιλῶ μέ σεβασμό. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Προσμένοντας 



Ἀπ’ ἔξω ἀπό τό σπίτι σου σέ καρτερῶ γιά νά 'ρθεις 
καί γίνομαι τριαντάφυλλο - τή μυρωδιά νά μάθεις, 
νά ξεχωρίζεις πῶς περνοῦν οἱ ἀνέραστοι τόν πόνο. 
Τά μάτια μου στρέφω ψηλά παρακαλῶντας μόνο. 

Μά ποῦ νά πῶ τόν πόνο μου καί ποῦ νά τραγουδήσω 
πού μοῦ σφαλούν τό στόμα μου γιά νά μή σοῦ μιλήσω, 
παρά μονάχα σ’ ἐκκλησιά τό λεύτερο μοῦ δίνουν: 
Ἔλα νά πᾶμε στό πευκί πού τά πουλιά ξεδίνουν. 

Ἔλα πρίν βγοῦνε τά στοιχειά τῆς νύχτας ὅπου ἀρπάνε 
καί τά θεριά τ’ ἀμόλευτο τό σῶμα μου τό φᾶνε 
δίχως λιγάκι νά χαρεῖ κεῖ πού 'θελε στήν ἄμμο. 
Νά μοῦ μετρᾶς τῶν ἀστεριῶν πῶς ἦθελ’ ἀπό χάμω.
 

Ἔτσι θαρρῶ προσμένοντας πώς σέ θωρῶ στόν ὕπνο 
ἀγαπημένε μου ἔρωτα, πού λαχταρῶ στόν ξύπνο, 
πού προσδοκῶ σέ, ἀντίκρυ μοῦ στῆς θάλασσας τούς βράχους 
πού λαχταρῶ, στή ρίμα μου, νά μᾶς μπορῶ μονάχους. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Νοσταλγία 



Γιά σέ, στό κῦμα θά ριχτῶ, 
στ’ ἄγριο – δαρμένο, 
γιά νά μπορῶ νά ξενυχτῶ 
καί νά προσμένω, 

ἔρωτα - νόστε, στεναγμέ, 
μοῖρα τοῦ ἀπείρου· 
νά πάψω πιά νά σέ ζητῶ, 
σ’ αἰχμή τοῦ ὀνείρου. 

Τοῦ ἀνέμου γιε, πού λαχταρῶ, 
ὀμορφιά μου πλέρια, 
ἐσύ τῆς κτίσης φωτεινό 
φῶς ἀπ’ τ’ ἀστέρια, 

πού περιμένω γιά νά δῶ, 
νά σέ φιλήσω, 
στήν ἀγκαλιά μου μιά στιγμή 
νά σέ κρατήσω. 

Θάλασσες, ἄστρα κι οὐρανοί! 
Κύματα ἐνάντια, 
φέρετε κεῖνον π’ ἀγαπῶ 
ἀπό τ’ ἀγνάντια. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨ 



Ἀνθύλλιο 



Πίσω ἀπό γρίλιες, καρτερῶ 
καθώς τ’ ἀνθάκι τό κλειστό 
σκάει γιά ν’ ἀνθίσει. 
Μές στήν πρωτόγνωρη νυχτιά, 
μήπως φοβᾶται τά στοιχειά; 
Τήν ἄγρια φύση; 

Μήπως, φοβᾶται τις ἐρμιές; 
Τίς στοιβαγμένες θημωνιές, 
ἤ μήπως, τ’ ἄστρα; 
Ἔτσι, περίεργα πού κοιτοῦν, 
νά ἀναρωτιέται τί ζητοῦν 
πάνω ἀπ' τή γλάστρα; 

Ἄχ, τό καημένο μοῦ τ’ ἀνθί, 
πόσο λυπᾶμαι, μή χαθεῖ 
μή δέ μοῦ σκάσει! 
Τό τρυφερό του τό κορμί, 
ἀπό τ’ ἀνέμου τήν ὁρμή 
μή δέν προφτάσει
 

νά γίνει θάμνος, λυγαριά, 
κλάρα στή σκέψη μου βαριά – 
πλάϊ σέ μιά κρήνη, 
νά μεγαλώσει, ν’ ἁπλωθεῖ 
σπόρος καί πάλι νά δοθεῖ, 
ἀνθός νά γίνει. 

Πίσω ἀπό γρίλιες, καρτερῶ ... 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨


Τότε, σᾶς ψιθύριζα σέ χρόνο μέλλοντα 
μά δέν μ’ ἀκούγατε. 

Τώρα πού ἄνεμος... 
Νύχτα. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ἑλλάς 


Πάει καιρός πού 'χω πεθάνει... 
Ἕλληνα βῆμα πιά δέ φτάνει. 
Νά 'χουν, ξεχάσει...; 
Κάποιος, ν’ ἀφήσει μου ἕνα δάκρυ. 
Στῆς στερνῆς κλίνης μου τήν ἄκρη, 
νά ξαποστάσει: 
..........................

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨


Στῆς ξερολιθιᾶς τή λήθη 


Ἐγώ... 

πού τή σκέψη βασάνιζα 
μ’ ἀνθομύρα κι ἀγάπανθους... 
πού μελάνι ἀπό βότανα 
εἶχε ἡ πένα – φτερό, 

πού ἡ γραφή – σφυροκάλεμο 
πλεῖστα μάρμαρα σκάλιζε – 
πεταλοῦδες καί μέλισσες, 
γιά μί’ ἀγάπης καημό. 

Μέ θυμᾶστε, - φαντάζομαι... 
μ’ ἀνθογύρη καί πέταλα... 
πού δινόμουν στόν ἔρωτα...; 
Τώρα, δέν ἔχω ἐγώ... 

Ἦρθαν μέρες, - ἀνάθεμα! 
καί μοῦ πῆραν τά ὁλάνθιστα, 
καί τά δέντρα μου πήρανε... 
Μήν οἱ λύκοι, ὡς ἐδῶ...; 

κι ὅλα γύρω τερμάτισαν 
καί βυθίστηκε ἡ ἄνοιξη, 
τ’ ἀνθομύρα, τά πέταλα, 
κι ὅλ’ ἀνέσπερα, ἐδῶ; 

Μήν τά χρόνια, πιά δίσεκτα; 
Μή φαντάζομαι, ἀνάποδα; 
Μή τά δέντρα δέν πότισα; 
Μήν τρελάθηκα, ἐγώ; 

Μήν σταυρούς, ὀνειρεύομαι 
καί φαντάζομαι, μνήματα; 
Μήν ἐγώ, χρόνια πέθανα 
καί δέν εἶμαι πιά ἐγώ; 

Ἤ δέν ἔχω πιά δύναμη... 
Ἤ δέν ἔχω τή δύναμη... 
Μήπως εἶμαι ἡ ἀδύναμη, 
καί δέν ἔχω πιά Ἐγώ; 

Θά ξεσκίσω τή σάρκα μου! 
Θά γκρεμίσω τά σύμπαντα! 
Μά σ’ αὐτούς, οὔτε ὑπόκλιση! 
Μόν’ στόν ἔρωτα, ἐγώ... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Θέμα «τιμῆς» 


Ἤθελα, φίλοι μου, τή σκέψη ἀποδεκτή: 
Νομίζω, φέρνουμε καθώς σέ μαριονέτες. 
Εἴμαστ’ ἐμεῖς, οἱ κατ’ ὁμοίωση διαλεκτοί, 
ἤ τοῦ διαβόλου, δίκην πρόθεσης, οἱ ἐφέτες; 

Τώρα... ἡ ἀλήθεια, πώς μονάχα συρφετός. 
Πόσα τελοῦμε, δίχως πρῶτα νά σκεφτοῦμε; 
Ζήλια καί μίση. Τῆς ἰδιοτέλειας πυρετός. 
Φθόνος, βλακεία, – ἀρκεῖ κάτι γιά νά ποῦμε. 

Ἄλλος βουνό κι ἄλλος γιά θάλασσα κινεῖ. 
Ὅπως τά δάκτυλα, πού ἀσύμμετρα κοιτιοῦνται. 
Ἄλλος γεννήθηκε γιά νά παρακινεῖ. 
Ἄλλος δέ θέλει, ἄλλοι νά τοῦ διηγοῦνται. 

Ἄλλοι πεθαίνουν ἀπό τά ναρκωτικά. 
Ἄλλοι ἀπό φτώχια, πού πονᾶς σάν ἀντικρίσεις. 
Τώρα, οἱ ταγοί, διχογνωμοῦν παραπλανητικά. 
Εἶναι πιά ζήτημα "τιμῆς". Προσόν, νά ζήσεις... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ἡ ἁρπαγή τοῦ Ὀλύμπου 


-Τοῦ βουνοῦ, ἡ τρομερή πέρα ράχη, 
πού κατέβαινε ἀγέρας σφοδρός, 
καί σοῦ θύμιζε στέρνο ἀπ’ ἀνδρός, 
δέν ὑπάρχει. 

Τό βουνό, τώρα γίνηκε κάμπος, 
πᾶν τά πλάγια καί πᾶν οἱ γκρεμοί. 
-Μή σέ θάμπωσε, τοῦ ἥλιου τό λάμπος; 
Τό σωστό, μή δέν πῆρες δρομή; 

Ποῦ 'ν' ἐκείνη πού φύτεψες λεύκα; 
Ποῦ ν' τοῦ δάσους ἐκείν’ ἡ ὀσμή; 
Τά πλατάνια... μά ποῦ 'ναι τά πεῦκα; 
Ποῦ 'ν' τό λίθινο μ’ εὗρος κορμί; 

Ποῦ 'ν' τοῦ Διός, ὁ περίτεχνος θρόνος; 
Ποῦ 'ν' τό πρῶτο τοῦ ἀνθρώπου, βουνό; 
Δέν ἀντέχεται τοῦτος ὁ πόνος. 
Τήν προτέρα πατρίδα πεινῶ. 

-Τοῦ βουνοῦ, ἡ τρομερή πέρα ράχη, 
πού κατέβαινε ἀγέρας σφοδρός, 
καί σoύ θύμιζε στέρνο ἀπ’ ἀνδρός, 
δέν ὑπάρχει. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ἀϊτός 


Ἦθελ’ ἀϊτόπουλο, ψηλά γιά νά πετῶ μονάχο, 
γιά ν’ ἀκραγγίζω τίς κορφές καί ν’ ἀγναντεύω τά ὄρη. 
Ἤθελα κείνη τήν κραυγή μακρόσυρτη γιά νά 'χω, 
νά τήν ξεβγάζει σούσουρο τοῦ Πόντου τ’ ἀγριοβόρι
 

νά διαλαλεῖ ὡς τά πέρατα τό μαῦρο ριζικό μας, 
τῆς ματωμένης της Σαμψούς τόν πόνο, τό δικό μας. 

Ἤθελα πετρογέρακας μέ τά φτερά μου μαῦρα 
γιά ν' ἀγναντεύω ἀπό ψηλά τή γῆς ὁπού μέ ξέρει. 
Μ’ ἕνα στό χέρι μου σταυρό ἀπό τήν Ἅγια Λαύρα, 
καί στ’ ἄλλο φῶς ἀνέσπερο ν’ ἀνάβω καντηλέρι 

στήν Παναγιά τή Σουμελᾶ, ὁπού διψάει γιά τάμα, 
ὁπού διψάει γιά νά μᾶς πεῖ πόσο κοντά εἶν' τό θάμα. 

Ἤθελα νά 'μουν σταυραϊτός τῆς Πόλεως τῆς μεγάλης 
γιά νά βρυχῶ τούς στεναγμούς στ’ ἀρχέγονα σοκάκια. 
Πάνω ἀπ’ τά κάστρα τ’ ἀψηλά, στό θάμβος τῆς αἰθάλης, 
νά γράφω γιά τή λεβεντιά δοσμένη σέ στιχάκια: 

Ἑάλω ἡ πόλις ἡ λαμπρή καί πῆρεν τα, δικά μας! 
Καί πῆρεν τα γιά τά χαροῦν καί πάλιν, τά παιδιά μας. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Δέν ἔχει τέλος... 


Ἄαααχ! Γιά δέν πρόκαμα, στερνά 
στό στόμα νά φιλήσω, 
γλυκιά πατρίδα μου, ὄμορφη, 
τῆς Γῆς κοσμοπατρίδα, 
θά βάψω μαῦρο φόρεμα, 
καί θά ριχτῶ στόν πόντο. 
.......................

Δέν ἔχει τέλος πιά ἡ ντροπή. 
Τ’ ἀδέρφια μου τά δέντρα, τά πουλιά, 
δέν τ’ ἄφησαν, γιά νά θυμᾶμαι. 
Τά κλέψαν οἱ ἄνθρωποι – οὐρλιαχτά, 
νύχτα: Πού ρεύαν τ’ ἄρωμα, 
πού τά πουλιά κοιμούνταν. 

Δέν ἔχω λόγια, τῆς καρδιᾶς, 
δέν ἔχω, τῆς ἀγάπης... 
Μόνο ἀποστρέφω τό μυαλό 
κι ἀκόμη, αὐτό τό βλέμμα. 
Διότι τ’ ἀδιόρατο, τελεῖ 
γιά νά ἐνυπάρχει ὁ φόβος... 

Δέν ἔχει τέλος πιά ἡ ντροπή. 

Τό λέν στά πλάγια οἱ ἄνεμοι, 
τό κράζουνε κι οἱ γλάροι: 
«Τήν παναρχαία τή χώρα μας... 
Τήν ξακουστή πατρίδα... 
Τῆς ἄδραξαν τή λευτεριά, 
κι ὅ,τι δικό της, πῆραν». 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Τό σπίτι 


Αὐτό τό σπίτι, τό παλιό, τό πατρικό δικό μου, 
τό περιζώνει ἕνας κισσός – στοιχειό πού τό σφαλίζει. 
Κόβω τούς κλώνους του νά μπῶ μά πόρτα δέν ὑπάρχει. 
Χρόνια στή μαύρη ξενιτιά, μοιάζει νά μή μέ θέλει. 

Τραβῶ τό μαῦρο τόν κισσό κι ἀπ’ τα ριζά ξηλώνω. 
Ψάχνω παράθυρο νά βρῶ – κι ἄς εἶναι σκεβρωμένο. 
Βλέπω τή σκάλα τήν παλιά μά σάν πατῶ τσακίζει. 
Κάτι μέ σπρώχνει καταγῆς νά πέσω ν’ ἀποθάνω. 

Παίρνω τό δρόμο τῆς φυγῆς μά κλείνει τό πορτόνι. 
Σταυροκοπιέμαι, κι ὅλα τοῦ μοιάζουνε καθώς ἦρθα. 
«Βάστα καρδιά» μονολογῶ καί πάω νά βρῶ τήν κρήνη, 
νά λούσω τά ματάκια μου, νά δοῦνε τήν ἀλήθεια. 

Σκύβω ν’ ἀνοίξω γιά νά πιω μά τό νερό εἶναι μαῦρο. 
Βάζω τή χούφτα νά γευτῶ μά δέν ὑπάρχει γεύση. 
Ἀπόκαμα νά προσπαθῶ καί παίρνω τό κατόπι, 
νά πῶ του γεροπλάτανου τά μαῦρα βάσανά μου. 

Μέ βλέπει ὁ γεροπλάτανος καί κάτι λέει στίς ρίζες, 
κεῖνες ὀρθώνονται μεμιάς νά μήν μπορῶ νά φτάσω. 
Σκέφτομαι μήπως στοίχειωσε τό ἔρμο ἀπ' "ἀνθρώπους" σπίτι· 
παράκρουσαν τά ξωτικά καί βάλλουν μέ τά ξόρκια; 

Σάν τῆς τρελῆς τό στόμα μου ξανοίγω καί βρυχῶμαι 
καί μιά τοῦ δίνω τοῦ σπιτιοῦ νά σπάσει, νά τσακίσει. 
Μές στά χαλάσματα θωρῶ θεριό πού μέ κοιτάζει, 
τοῦ δίνω μιά στό στῆθος του καί πέφτω πεθαμένη. 

Ἄνθρωπε: Αὐτό τό σπίτι τό παλιό, μέ τό διπλό πορτόνι... 
πού δέ μ’ ἀφήνει τίς στιγμές νά θυμηθῶ τῆς νιότης, 
πού καλυμμένο μέ κισσούς τό βρῆκα σφαλισμένο, 
εἶναι ἡ κατάντια! Εἶναι ἡ ντροπή. Εἶναι ἡ ψυχή, ὅταν ἄδεια... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Τό δοκίμιο τῆς ντροπῆς 


Δέν ἤθελα νά σᾶς τό πῶ, ὅμως τό φέρω κρῖμα. 
Τό 'βαλα ἐγώ σκοπό. 
Στήν ταπεινή τή σκέψη μου καί στή φτωχή μου ρίμα. 
Δέν ἔχω νά ντραπῶ: 

Ντροπή σέ κεῖνον πού φθονεῖ του ἀπέναντι τό σπίτι 
Τ’ ἁμάξι τ’ ἀκριβό. 
Ντροπή σέ κεῖνον πού μπορεῖ μά κάνει τόν ἀλήτη 
Πού παίρνει ἀπ’ τό φτωχό. 

Ντροπή σέ κεῖνον πού ἀγαπᾶ μά δέν τό δείχνει διόλου 
Σ’ ὅποιον δέν ἀγαπᾶ. 
Ντροπή κι ἀκόμη τρείς ντροπές σ’ ἐκεῖνον τοῦ διαβόλου 
Πού θάνατο σκορπᾶ. 

Ντροπή στό χέρι πού χτυπᾶ τ’ ἀνήμπορου τό σῶμα 
Σάν Τοῦρκος πού ἀντιδρᾶ. 
Ντροπή σ’ αὐτόν πού μίσεψε καί δέν κρατεῖ ἀπ’ τό χῶμα 
Τούς πίσω πού ξεχνᾶ. 

Ντροπή στό χέρι τό μακρύ πού ξένο σπίτι ἀνοίγει 
Πού ντρέπεται δουλειά. 
Ντροπή σέ κεῖνον πού πουλᾶ ὅ,τι μετά πού λήγει 
Τή σάπια τήν ἐλιά. 

Ντροπή σέ κεῖνον πού διοικεῖ κι ἄρχει μέ δίχως γνώση 
Δέκα φορές ντροπή. 
Ντροπή σ’ ἐκεῖνον τόν γιατρό πού λάθος θά διαγνώσει 
Παράπλευρη ἐγκοπή. 

...................................................................

Κλεῖστε τά μάτια, κλεῖστε αὐτιά, μήν μέ παρηγορᾶτε. 
Οἱ χρόνοι μας, ντροπή! 
Ἡ ντροπιασμένη σκέψη μου ντροπή καί πού θυμᾶται. 
Νιῶστε με! Τί ντροπή... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨


Ἐπί ματαίῳ 


Σάν θά φύγεις πρός τ’ ἄγνωστο κάποια μέρα ταξίδι, 
ἄγνωστοί σου καί φίλοι, στά καλά τους ντυμένοι, 
τήν νεκρή σου σκυμμένοι θά σχωρνούν· καί θά κλαῖνε 
μέ παρήγορα λόγια συγγενεῖς τεθλιμμένοι. 

Τότε, κεῖνο τό φάσμα σου θά κοιτᾶ σαστισμένο 
δίχως δάκρυα καί δίχως συναισθήματα νά 'χει – 
διότι, πλάϊ στό κορμί σου, σάν σέ πόλεμου μάχη, 
θά ζητοῦνε τ' ἀπόσταγμα τῆς ψυχῆς ζυγισμένο. 
............................................

Πρίν κινήσεις γιά τ’ ἄγνωστο κάποια μέρα ταξίδι, 
ἀγαθή καί φιλεύσπλαχνη δῶσε νά 'ναι ἡ ψυχή σου. 
Τῆς ἐφήμερης δόξας ἡ κορφή, θά 'χει κόστος. 
Μήν τ’ ἀπόκρημνα ὀρέγεσαι καί τά χάη τῆς ἀβύσσου. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ὁ κῆπος 


Κοιτάζοντάς σέ, κῆπε μου, 
σπαράσσεται ἡ καρδιά μου. 
Τήν ὀμορφιά πού σοῦ 'δωσα, 
τήν παίρνουν τά παιδιά μου. 
Κοντεύει ἡ ὥρα, – ἡ μοῖρα μου... 
Μοῦ λέν θά σέ φροντίζουν. 
Μόνος στενάχωρος καημός, 
μήπως δέ σέ ποτίζουν: 

«Παρακαλῶ σέ, κόρη μου, 
τό μενεξέ, τό κρίνο. 
Τή μαργαρῖτα π’ ἀγαπῶ, 
πού φτύνω καί ξεφτύνω 
μή τή ματιάσει τό κακό, 
τ’ ἄχαρο κεῖνο μάτι...» 
Νά 'ξερες, πῶς σέ σκέφτομαι... 
Σάν πέσω στό κρεβάτι 
ὁ νοῦς σέ σένα, κῆπε μου· 

ὕπνος πιά δέ μέ παίρνει. 
Ἀρνοῦνται τά ματάκια μου, 
τό σῶμα μ’ ἀποπαίρνει, 
μά ποιός πού νοιάζεται γι’ αὐτά: 
Μπροστά στήν ὀμορφιά σου... 
Ποιός γιά τό σῶμα, σκιάζεται... 
Σάν βλέπω τή θωριά σου, 

ἀγαλλιάζεται ἡ ψυχή, 
θαρρεῖς, ξαναγεννιέμαι! 
Ἡ νιότη ἀνθός στά χείλη μου – 
μ’ ἀκόμη κι ἄν γελιέμαι, 
εὐχαριστῶ σέ, κῆπε μου, 
πού τή χαρά μου ὁρίζεις. 
Πού πάντα μοῦ χαμογελᾶς! 
Στοῦ τάφου μου, πού ἀνθίζεις... 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ἡ μάνα μου...
 


Σάν θά ξυπνήσω τό πρωί καί τό σταυρό μου κάνω, 
κοιτάζω στόν καθρέφτη. 
Διορθώνω τις κοτσίδες μου στούς ὤμους μου, καί πάνω 
τρίχα κοιτῶ μήν πέφτει. 

Λατρεύω στοῦ προσώπου μου κάποιον νά δώσω τόνο, 
μά ἡ μάνα δέν μ’ ἀφήνει. 
Ἄν θά κλαφτώ στά σοβαρά καί τῆς ζητήσω, μόνο 
μιά κρέμα της μοῦ δίνει.
 

Ποτέ χατίρι δέν χαλᾶ στά ροῦχα πού ἀγοράζω, 
μ’ ἀφήνει καί διαλέγω, 
ὅμως αὐτά πού κόπιασα πολύ νά δοκιμάζω, 
δέν θέλει νά ἐπιλέγω. 

Εἶναι παράξενη! Κι ἄν δεῖ, ἀγόρι νά κοιτάζει... 
ἀπό μακριά μέ πάει. 
Ἕνα – τῆς λέω – μικρόστηθο κορίτσι ποιός πειράζει 
μάνα, ποιός τ’ ἀγαπάει; 

Ἡ μάνα μου, – νά 'ναι καλά πού τήν ψυχή μου βγάζει, 
εἶναι καλή στό βάθος. 
Ἴσως νά φταίει ποιός ἔπλασε τό μέσα μου πού βράζει, 
κι ἀπέδωσε μέ πάθος... 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ἡ τῶν τεχνῶν πρώτη ἐστί Ποίησις 


Πινέλα ζωγράφου. Παλέτα καί χρῶμα. 
Στό βάθος λουλούδια, βουνά, ποταμοί. 
Ἐσύ νά κρατᾶς τό χρωστήρα στό στόμα, 
κι ἐγώ πέρα ρίζα ν' ἁπλώνω στή γῆ. 

Σκοτάδι, στασίδια, στό φῶς κάποιας λάμπας 
σανίδια, κομπάρσοι, τό Ἦθος σκοπός. 
Κλαυσίγελοι, σκέρτσα, τά φῶτα της ράμπας 
θαμπώνουν τά μάτια: Ὁ ἠθοποιός. 

Σημαίνει ἕνας ἦχος, ὁ κόσμος κραυγάζει! 
Ἀοιδός καί κιθάρα ξεσποῦν μέ χαρά. 
Μεμιάς τό κοινό τραγουδᾶ καί φωνάζει 
αὐτό πού ἡ καρδιά θέλει καί λαχταρᾶ. 

Χορός κι ἕνας κόσμος μέ βήματα πλέρια. 
Στόν ἴλιγγο μοιάζει. Τά μέσα μεθᾶ. 
Ἁπλώνει νά πιάσει τα δυό του τά χέρια 
καί γίνεται πνεῦμα, πουλί πού πετᾶ. 

Τό γλύφανο πιάνει, κι ἀρχίζει ἀπ’ τα γύρου 
γλυκά νά χαράξει τή γύμνια ὀμορφιά. 
Γλυμμένο μέ σμίλη τό σῶμα τοῦ ὀνείρου, 
κι ἐκεῖνο νά στάζει περίσσια δροσιά. 

Αἰτία γιά κεῖνα τα πιό παραπάνω 
ἡ πένα: Ζωγράφοι καί γλύπτες μαζί. 
Τραγούδι καί θέατρο. Χορέ, δέν σοῦ κάνω! 
Τήν πρώτη τῶν πρώτων στοχάσου ψυχή. 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨


Αὐτός ὁ ἔρωτας χρόνια μέ θλίβει, 
θάλλει λιγόθυμος ἰσχνός ἀνθός. 
Λέω θά ξεχάστηκε πού ἡ νύχτα κρύβει, 
στή γῆ καί ντύθηκε κρίνος λευκός. 

Μέσα μου κείτεται σπασμένη φλέβα. 
Χθές τόν συνάντησα σέ εἱρμό κενό. 
Ὅσα κι ἄν ἔπαθες ψυχή μου ἀνέβα, 
κι ἄς ἀκολούθησες δρόμο στενό... 

Σκιά τί ρίγησα καί μέ μυρώνεις. 
Θύρα τί κλείστηκες γιά νά μή μπῶ. 
Ἄγγελε δίπλα μου γιά ποῦ φτερώνεις; 
Ὅ,τι φῶς μου 'δειξες τώρα θαμπό. 

Αὐτός ὁ ξάγρυπνος μύστης στά πλήθη... 
Αὐτός στῆς σκέψης μας τό μαρασμό... 
Αὐτός μας βύθισε στήν ἄγρια λήθη... 
Αὐτός μας γέννησε τό χωρισμό. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Τό ἄλλοθι 


Δέν λέω, ἦταν καλά... 
Σπάταλα, ὅμως... 

Ἕνα ὁλόκληρο βράδυ 
μόνο πειράγματα 
καί κοιτάγματα... 
Χωρίς τό ἀναμενόμενο... 

Μετά, εὐγενικά τον ἀπάλλαξα 
δείχνοντάς του τήν ἔξοδο. 
Βλέπετε, εἶχα τό ἄλλοθι, 
τῶν βασανισμῶν... 

Δέ λέω... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨


Φεγγαρίσια σκιά, πού μ’ ἀντάμωσες 
κάποιο δείλι, 
σέ κλαδί θημωνιάς, 
σέ μιάν ἔρημη γλάστρα, 
καί μέ φίλησες 
μέ τρεμάμενη ὁρμή, 
πῶς ζωσμένη τόν ἔρωτα 
ν’ ἀρνηθῶ 
τήν ἀγάπη σου; 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ἐγώ, ἄν ἔγραφα ποιήματα... 


θά 'ταν χρυσάφι, ὁ λόγος μου, 
σάν θησαυρός. 
Στό δειλινό μιᾶς ἄνοιξης, τό χρῶμα του, 
τόνος ἁβρός.
 

Γιά τά λουλούδια θά 'τανε, τ’ ἀμάραντα. 
Γιά τά πουλιά: 
Τά χελιδόνια τά μικρά, θά ζέσταινε, 
μές στή φωλιά.
 

Γιά τά φεγγάρια. Τ’ ἄστρα καί τά πέλαγα, 
μέ πένα ὑγρή. 
Λευκό χαρτί – ἕνας ἄγγελος, κι ὁ Ἔρωτας, 
ὅπου μέ βρεῖ. 

Ἐγώ, ἄν ἔγραφα ποιήματα... 

Γιά τήν ἀγάπη, θά 'γραφα, σέ μιά βραδιά. 
Γιά τίς ἀφίλητες ψυχές, 
τίς ἄμοιρες. 
Γιά τά παιδιά. 

Ἐγώ... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Οἱ πολιτικοί.... 


Τά ἄνοστα, ἀλλά δυστυχῶς εὐκολοχώνευτα λόγια τῶν πολιτικῶν, 
εἶναι σάν ἐκεῖνα τά παντός εἴδους ἀμελέτητα, 
πού ἐνῷ γνωρίζεις τήν ἰδιότητά τους, 
τά τρῶς... 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ξεκάθαρα λόγια 


Κάποτε, μέ ρώτησε κάποιος, ἐάν δέν ἤμουν ποιήτρια 
τί θά ἤθελα νά ἤμουν. 
Ὅπως ἦταν φυσικό, τοῦ ἀπήντησα: "Φόνισσα... 
Καί ὅταν ἔκπληκτος, μέ ξαναρώτησε γιατί καί ποιούς 
θά ἤθελα νά φονεύσω, τοῦ ἀπήντησα: 

"Μά ὅσους δέν ἀγαποῦν νά εἶναι ποιητές, φυσικά..." 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Ἑλλάς IV 

Περιμένοντας στά γκισέ τῶν βαρβάρων 

Σάν ἀπό γέλιο, ἀπότομο, 
σάν ἀπό Τούρκου, χέρι, 
λές καί φονιᾶς σέ λάβωσε 
μέ κοφτερό μαχαίρι, 

καί πῆρε σου τή λεβεντιά, 
καί πῆρε σου τό θάρρος... 
Ἐσύ, δέν ἤσουν πάντοτε; 
Ἐσύ, δέν εἶσαι ὁ Φάρος;
 

Ξύπνα, θεριό!!! 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨ 



Στό κάτοπτρο τῆς ψευδαίσθησης 

Στό σύζυγό μου, ποιητῆ Γιῶργο Ν. Μανέτα 


Τῆς πυξίδας ὁ δείχτης λόγχη αἰχμηρή στά μάτια του – 
τά πέλαγα νά μή θωρεῖ μέ τ’ ἀσημένια κύματα 
αὐτά, πού οἱ γλάροι ἀρέσκονται γιά νά τσιμποῦν, 
καθώς τίς λάμψεις τοῦ ἥλιου, ψάρια νιώθουν πώς ὀρέγονται. 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨ 



Σπίτια 


Σπίτια, πού στέκεστε σειρά, 
δίχως ἀνθρώπων τή χαρά, 
λησμονημένα, 
δίχως λουλούδια, δίχως γῆ, 
ἐσεῖς, ὁπού 'χετε πληγεῖ, 
παρατημένα 

σπίτια, χωρίς κῆπο – μπαξέ, 
δίχως κλωνάρι μενεξέ, 
κιτρινισμένα, 
δίχως πιά βήματα, φωνές, 
δίχως ἐρώτων προσμονές, 
ἐρειπωμένα 

σπίτια, πού ὑπήρξατε σιμά, 
στά θερινά τά σινεμά, 
μισοπεσμένα, 
δίχως πιά φῶτα, μουσικές, 
δίχως παιδιά πά’ στίς συκιές, 
γάλα λουσμένα, 

ἄβουλα, σπίτια σκοτεινά, 
στοιχειά τοῦ δρόμου, ταπεινά, 
πιά ξεχασμένα, 
θέλω τό δῶμα σας, νά ἠχεῖ: 
Διψᾶ νά ζήσει μου ἡ ψυχή, 
τά περασμένα... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨  



Ξένα φεγγάρια 


Ἄχρονη ἤθελα ἡ ζωή 
κι εὐφρόσυνα ὅλα γύρω. 
Νά μήν ὑπάρχει, Θάνατος, 
πρόσκαιρο, μήν ὑπάρχει. 
Νά πάσχω μόνο ἀπό χαρά, 
τ’ ἀμέριμνο, νά πάσχω. 
Γαληνεμένη μου ἡ ψυχή 
στόν Ὄλυμπό τούς πάνω 

κι ὅλα φαιδρά, νά μοιάζουνε, 
ἀπ’ τήν παλιά τή Γῆ μας...
 

Νά 'χουν μονάχα μί’ ἄνοιξη, 
νά ρεύουν τά λουλούδια, 
νά 'χουν πλατάνια δροσερά, 
καί γάργαρα ποτάμια, 
νά κελαηδοῦνε τά πουλιά, 
στά καταράχια πάνω. 
Νά 'μαι μιά μέλισσα, κι ἐγώ 
στή γύρη τῶν ἐρώτων. 

Ξένα φεγγάρια, θά 'θελα. 
Καί νά 'ν' ἡ γῆς ἀλλιώτικη, 
κι ὅλος ὁ κόσμος, νά 'ναι... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨  



Θυμᾶσαι; 


Θυμᾶσαι, πού ἤμασταν παιδιά, 
κι εἶχα δοσμένη τήν καρδιά 
μόνο σέ σένα; 
Μπορεῖ, νά σ’ ἔλεγ’ ἀδερφό, 
μ’ αὐτά πού σοῦ ‘θελα νά πῶ, 
τά 'χα κρυμμένα. 

Θυμᾶσαι, κείνη τήν αὐλή, 
πού παίζαμε κρυφτό μαζί, 
καί τά φιλοῦσα; 
Πού ἐρχόμουνα πάντα μέ νάζι, 
στοῦ παραθύρου τό περβάζι, 
καί ξενυχτοῦσα; 

Πού 'κανα, δήθεν τη γυναῖκα, 
πού σέ περίμενε ἀπ’ τις δέκα, 
γιά νά φιλιώσει; 
Κι ἐσύ, πού ἐρχόσουνα – ὁ τόσος – 
καί καμωνόσουνα, καμπόσος, 
νά μέ πληγώσει;
 

Πῆρα χαρά, πού σ’ εἶδα πάλι... 
Μ’ ἄν θέλεις, δῶσ’ μοῦ μιάν ἀγκάλη. 
Τί σ’ ἐμποδίζει; 
Ὅσο ἡ καρδιά, δέν λέει ν’ ἀλλάξει, 
κι ἄλλος δέν ἔχει αὐτήν πειράξει... 
Πρέπει νά ἐλπίζει. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨  



Ἐπίλογος 


Ἄχ, τά χρόνια μου πῶς φύγαν μέ τή νύχτα μέ τή μέρα 
καί κοντεύει πιά ἡ ψυχή μου νά κληθεῖ στά σκοτεινά. 
Ὅλα, οἱ πόθοι μου, τά πάθη, θά σκορπίσουν στόν ἀέρα 
καί τ’ ἀκίνητό μου σῶμα, τίς χαρές θά προσπερνᾶ.
 

Ἄχ, τ’ ἀμίλητό μου βλέμμα δίχως νόημα θά σιωπήσει 
κι ὅση πού ’χανε φρεσκάδα τά ματάκια μου, - κι αὐτά 
θά τά φάει τό μαῦρο χῶμα, κι ὅσο νά μοῦ τά σκορπίσει 
θά ’χοῦν μνήμη, νά θυμοῦνται πόσ’ ἀφήσαν γιά μετά. 

Ἄχ, τί θλίψη θά ’χω πλέρια στή σιωπή δίχως μιά λέξη, 
δίχως μιά στιγμή νά ἐλπίζω ὅσα οἱ ζωντανοί μποροῦν. 
Δίχως τήν αὐγή πού θά ’ρθεῖ τήν αὐλή μου γιά νά φέξει. 
Ἄχ, πῶς ἤθελα κεῖ νά ’μαι, σ’ ὅλα αὐτά πού θά συμβοῦν. 
...........................................

Ἄχ, τά χρόνια μας πῶς φεύγουν μέ τή νύχτα μέ τή μέρα. 
Οἱ χαρές πῶς προσπερνᾶνε δίχως πιά νά ξαναρθοῦν. 
Ἄχ καί νά ’μασταν δεκάξι, νά χαθοῦμε στήν ἑσπέρα, 
νά μᾶς ψάχνανε οἱ δικοί μας, μή μπορῶντας νά μᾶς βροῦν. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨ 



Φαγιούμ

Αἴγυπτος, Σίβα 


Ἄγνωστέ μοῦ Μακεδόνα, 
ψυχή τῆς Αἰγύπτου μου, 
ἀπόψε 
γιά σένα ἐφημερεύω, 
ν’ ἁλώσω ἀπ’ τά μάτια σου 
καί νά γευτῶ ἀπ’ τά χείλη σου, 
ὅ,τι ἀφουγκράστηκαν, 
ὅ,τι τά φίλησαν, 
ὅ,τι ψιθύρισαν. 

Ἀλέξανδρε! Ἔφηβε, 
μπροστά μου ἡ Αἴγυπτος. 

Στά νυχτιάτικα μαλλιά σου 
ἄστρα καί σύμπαντα, 
κι ἐγώ 
ἡ ταπεινή ἀποδέκτης, 
νά τ’ ἀγγίζω μέ χέρια 
λουσμένα μέ μύρα 
τοῦ Ὀλύμπου, 
τῶν ἀχράντων Αἰγῶν. 

Κοιμήσου, Ἀλέξανδρε, 
μικρό μου ἀγόρι, 
γιε τῆς μητέρας τῆς γιαγιᾶς μου, 
καί μή μοῦ θλίβεσαι, περίλυπος. 

Στά μάτια σου, βλέπω μιάν Αἴγυπτο 
στό μέγεθος περήφανη, 
στήν ὄψη, Ἑλληνική. 

Κοιμήσου, ἀγόρι μου καί μή λυπᾶσαι. 
Οἱ καιροί, (σ) ἕπονται... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨  



Σύμπαν 


Ἄνθρωπε, γιά δέ μιλᾶς; 
Τό παρελθόν μου ξόδεψα 
καί μιάν Ἑλλάδα, 
γιά νά σ’ ἀκούσω... 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨ 



Τῆς πίστεως 


Ὅταν τό σῶμα Του κοιτᾶ, 
στόν ξύλινο Σταυρό Του, 
ζώνεται τ’ ὄνειρό του, 
καί πλάϊ Του περπατᾶ.
 

Χαίρεται μέσα του ἡ ψυχή, 
καθώς Τόν ἀντικρίζει, 
πῶς Τοῦ μιλάει κι ἐλπίζει... 
μά ἡ πίστη του ρηχή. 

Γι’ αὐτό, τώρα προσέρχεται 
εὐχή γιά νά τοῦ δώσει, 
καί θέλοντας λυτρώσει, 
Τοῦ λέει σάν προσευχή:
 

Ἄχ, πῶς λιγόστεψε το φῶς, 
στό ἡμίφως ἡ ὅρασή μου... 
Ἄς ἤσασταν μαζί μου, 
νά φύγει ὁ μέσα ἐχθρός, 

γιά νά 'ρθω δίπλα Σας, ἐγώ, 
πιό ταπεινός, δικός Σας, 
νά γίνω πρός σκοπός Σας, 
πιστούς γιά νά ὁδηγῶ. 

Κι ἄν ἀπ’ τά χείλη μου, ἀκουστεῖ 
ψεῦδος γιά Τ’ ὄνομά Σας, 
ν’ ἀφανιστῶ ἐμπροστά Σας 
καί τ’ ὄνομα, ἄς σβηστεῖ! 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨ 



Παναγία ἡ Ἀγαποτραφοῦσα

 
Ὄνειρο τό 'χε καί καημό, 
ν’ ἀγαπηθεῖ ἀπό κείνη. 
Μά τήν ἀγάπη, – τοῦ 'πέ αὐτή – 
ὅπου ἀγαπᾶ τή δίνει. 

Ὅμως, τά λόγια ἦταν βαριά, 
κρατήθηκε, μήν κλάψει. 
Ἔφυγε. Πῆγε σ’ ἐκκλησιά, 
ἕνα κερί ν’ ἀνάψει. 

Ἔκλαψε κεῖ, στῆς Παναγιᾶς, 
σέ μιάν εἰκόνα πάνω. 
Γύρισε κι εἶπε πρός Αὐτήν, 
ὅρκο σέ Σένα κάνω: 

«Ἄν μ’ ἀγαπήσει, ὅ,τι ἀγαπῶ... 
ἐγώ ἐκκλησιά θά χτίσω. 
Κι αὐτό Σοῦ ἐδῶ τό εἰκόνισμα, 
χρυσάφι θά τό ντύσω». 

Δέν πρόλαβε, τά λόγια αὐτά 
νά τ’ ἀποτελειώσει. 
Ὅ,τι ἀγαποῦσε, ἦταν ἐκεῖ, 
ἀγάπη νά τοῦ δώσει. 

Κι ἔτσι, τόν ὅρκο τήρησε – 
καί μιά ἐκκλησιά ἔχει χτίσει. 
Ὅσα ὑποσχέθηκε, ρητά 
αὐτός τα 'χε κρατήσει. 

Ἄν τύχει, καί περάσετε, 
σταθεῖτε κι ἐσεῖς λίγο. 
Ἕνα ζευγάρι ἀγαπητό, 
τό 'δα κι ἐγώ, πρίν φύγω. 
...............

Τό ποίημα αὐτό, κουράστηκα 
σέ εἰκόνα πού φιλοῦσα. 
Μιά Παναγιά φαντάστηκα, 
τήν Ἀγαποτραφοῦσα. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨  



Γιατί; 


Τόν ἀγάπαγε τόσο ἡ καημένη... 
Σάν εἰκόνα τόν εἶχε· πιστή. 
Πηνελόπη πού κλαίει καί προσμένει, 
πού τά μέσα της λένε: Γιατί; 

Μία μέρα τόν εἶδα στό δρόμο, 
κάποιαν ἄλλη σφιχτά νά κρατεῖ. 
Κοριτσάκι κρατοῦσε στόν ὦμο, 
κι ἀναφώνησα: Θέ μου, γιατί; 

Ἄν ἀγάπησε, σκέφτηκα, διόλου. 
Ἦταν ζεῦγος καθώς σέ γιορτή! 
Γιατί τότε ἡ ψυχή του διβόλου, 
νά παντρεύτηκεν ἄλλη. Γιατί;
 

Τί παράξενη πού 'ν' ἡ ζωή μας... 
Μαριονέτες κι ἐμεῖς στήν κλωστή. 
Δεδομένο: Ἐμεῖς κι ἡ βολή μας... 
κι ἄς μᾶς ποῦν τό γιατί τά ''Γιατί. 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨  



Τοῦ γιασεμιοῦ μου

 
Στ’ ἄλλα δέν θέλω νά μιλῶ, παρά μονάχα ἐσένα. 
Πόσες φορές σ’ ἀντίκρισα μέ μάτια βουρκωμένα. 

Πόσες φορές δέν ἔκατσα νά σοῦ τά πῶ, παιδούλα. 
Φώναζαν ὅμως τά παιδιά καί μπέρδευε ἡ φωνούλα. 

Τώρα μεγάλωσα κι ἐγώ κι ὅλα μου γύρω ἀλλάξαν. 
Βλέπω τό χῶμα σου, λειψό. Τ’ ἄνθη σου, σά ν’ ἁρπάξαν... 

(Μά... σου τά πῆραν, ὅλα σου; Δέν ἄφησαν κλωνάρι; 
Λές πιά νά τρῶνε γιασεμί; Σέ πέρασαν γιά... στάρι;) 

Ἤθελα κι ἄλλα νά σοῦ πῶ, μά δέ πού σέ χορταίνω. 
Μπορεῖ τοῦ χρόνου νά 'μαι δῶ, μπορεῖ καί νά πεθαίνω. 
..............................

Λύπη ποτέ δέ μοῦ 'δωσες παρά χαρά μονάχα. 
Τέτοια γλυκάδα εὐωδιαστή, πῶς ἤθελα γιά νά 'χα! 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨  



Ἑλλάς ΙΙΙ

 
Νά γονατίσω, δέν μπορῶ! ἀνθός εἶμαι καί θάλλω. 
Τούς στεναγμούς μου θέλησα νά σᾶς τούς τραγουδῶ. 
Ἄφοβο τό 'νά μάτι της, θεριό θύμιζε τ’ ἄλλο. 
Τήν ὄψη της, κοιτῶ στό φῶς καλά γιά νά τή δῶ. 

Μήτρα τῆς ἄνοιξης αὐτή σ’ ἕνα κλωνάρι πάνω. 
Δέντρα μας ἔθρεψε στῆς γῆς τ’ ἀγίνωτο κορμί. 
Κρατήσου, γιά νά σέ μπορῶ καί γιά νά μή σέ χάνω. 
Ἄνεμος ἔφτασες καί ζῶ μέ τήν ἠχώ σου ὁρμή. 

Κάμε ν’ ἀνοίξεις οὐρανέ, νά ξεπλυθεῖ ἀπ’ τή βρῶμα, 
ἡ Ἑλλάς νά σπείρει ἀπό 'ξαρχής κι ὁ σπόρος πού θά βγεῖ, 
νά κάνει ρίζα του τό Ἐμεῖς, νά γείρει εὐχή στό στόμα: 
"Παρακαλῶ σας, ἄρχοντες! τί κυβερνάει τή Γῆ; 

Τό κατηφόρι πού 'στρωσα, τό κάναν ἀνηφόρι. 
Αἷμα καί σκόνη θέλησαν, τή λευτεριά κανείς! 
Παύω καί πλέον δέν ἱστορῶ: Ἄς ἔρθει ξεροβόρι. 
"Κρατῆστε - λέει - τή στάση σας κι ὁ πίσω σας, πρηνής..." 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨ 



Τό γράμμα 


Γιε μου,

τό μονοπάτι πού 'ξερες, φέτο μή τό πατήσεις. 
Τό καρτεροῦν πιά δαίμονες μ’ ἀνθρώπινη μιλιά. 
Ἔιν’ τά παλιά μας δουλικά, τά φρόκαλα τῆς Δύσης, 
κεῖνα τῆς Γῆς τά βάρβαρα, πού τώρ' ἀφεντικά... 

Γιε μου, δέν πρέπει γιά νά 'ρθεῖς, μηδέ σκέψη νά κάνεις. 
Σπίτι δέ θά 'βρεις ζωντανό, τόπο, γιά νά σταθεῖς. 
Ὅσα θυμᾶσαι κ' ἤξερες, θά πρέπει νά ξεχάνεις. 
Δέν ἔχει ἐλπίδα ἐδῶ, ζωή, γιά ν’ ἀναμετρηθεῖς. 
.................................

Φταίν' τά παλιά μας δουλικά, τά φρόκαλα τῆς Δύσης. 
Κεῖνα τῆς Γῆς τά βάρβαρα, πού τώρ' ἀφεντικά... 
Τό μονοπάτι πού 'ξερες, γιε μου, μήν τό πατήσεις. 
Ἔγιν' ἡ Ἑλλάδα, πράτιγο γιά τ' ἀτιμωτικά. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨ 



Γιά νά μήν ξαναγίνουμε μετανάστες
 


Ἤμουν μέρες στό κοινοβούλιο, ἀπ’ ἔξω... 
περιμένοντας ἐλπίδα κι ἔστω μία συγνώμη. 
Τῶν ἀστυφυλάκων ἄκουσα τή γνώμη, 
καί εἶπα τό παιχνίδι τους μήν παίξω. 

Στήν πλατεῖα τοῦ Συντάγματος, ξύλο – 
κάποιος μέ σπασμένο τό κεφάλι – 
τί βαρᾶς τόν κόσμο ρέ ρεμάλι – 
τράβηξα photo γιά νά τή στείλω 

σέ κάποιο δημοσιογραφικό γραφεῖο, 
νά τήν τυπώσουνε στά πρωινά νέα: 
«Προσδοκοῦμε χιλιάδες μία νέα ἰδέα, 
παρακαλῶ νά τή δώσετε στό τυπογραφεῖο. 

Ἐμεῖς προσπαθοῦμε μέ ἦθος καί πάλη, 
δίχως δακρυγόνα καί χειροβομβίδες κρότου. 
Ὁ καθείς σάν καημό τό 'χει μές στό μυαλό του, 
στῶν παιδιῶν του τό πιάτο μιά μπουκιά γιά νά βάλει». 

(Τί χτυπᾶς ρέ τσογκλάνι; πές μου! 
Ποιόν πατέρα ντροπιάζεις καί δέρνεις; 
Ποιός σέ σπούδασε γιά ν’ ἀποπαίρνεις; 
Ποιός, τόν τρόμο στό δρόμο νά σπέρνεις;) 

Ἀηδιασμένη ἀπ’ τό ξύλο, ἄφησα πίσω 
τούς πατριδοκάπηλους τοῦ κοινοβουλίου μέσα, 
πού δίχως ντροπή, σεβασμό καί μπέσα, 
μ’ ἔκαναν νά σκεφτῶ τήν Ἑλλάδα ν’ ἀφήσω. 

Μά πάλι, σκέφτηκα, τί μοῦ φταίει κι ἐκείνη, 
ὅταν κάποιοι δέν ξέρουν ἤ δέν ἔχουν τόν τρόπο... 
Γιά μένα, ὅποιος θέλει ν’ ἄρχει ὀρθά σ’ ἕνα τόπο, 
τό δικό του τό ἦθος πρέπει πρῶτα νά κρίνει. 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨



Τῆς ψυχῆς μου ὁ κῆπος 


Εἶν’ ὁ δικός μου ἀνασασμός 
ἆσμα πού πάλλει. 
Ὁ λόγος, ἴδιος γλυκασμός 
μέ ἀνθό πού θάλλει: 

Εἶχα ἕναν ἔρωτα τρελό, 
χαρά, εἶχα τόση... 
Εἶχα, – κι ἀκόμη ἐγώ γελῶ – 
κρεβάτι στρώσει. 

Ἔλιωνε μέσα μου ἡ ψυχή, 
σάν ἁγιοκέρι. 
Ἦταν, γιά μένα ἡ προσευχή, 
εὐχῆς ἀστέρι. 

Ἦταν, γιά μένα πού ἀγαπῶ, 
στεριά, οὐρανός μου. 
Ἤθελα πάντοτε, κι αὐτός, 
νά 'ναι δικός μου. 

Ὅμως, μέ πρόδωσε! Γιατί 
τώρα μ’ ἀρνιέται; 
Νά 'ναι, τό σύνηθες γατί, 
πού ἀλλοῦ ξεχνιέται...; 
...............................

Ἐγώ, ἔχω κῆπο μέ πορτί, 
ὀλίγων, μόνων... 
Στό ἑορτολόγιο ἔχουν γιορτή, 
τῶν "Ἀγνωμόνων". 


©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨  




Τοῦ δάσους 


Ἀφιερωμένο σέ ὅλα τά παιδιά τοῦ κόσμου 
καί σέ ὅσους παραμένουν παιδιά μέ τρυφερή ψυχή 


Στόν πύργο πού γεννήθηκε, 
πού 'ταν βασιλοπούλα, 
ἀπό πολύ μικρούλα, 
τήν θέλαν διαλεχτή. 

Τήν ντύναν στά ὁλομέταξα, 
στά πορφυρᾶ, στ’ ἀσήμια· 
δέν ἤθελαν ἡ ἀσχήμια, 
νά τήν ἐπισκεφτεῖ. 

Γι’ αὐτό, μ’ ἄνθη τήν ἔραιναν, 
στά μύρα τή μεθοῦσαν, 
κι ὅλοι γι’ αὐτήν μιλοῦσαν, 
γιατ’ ἦταν ζηλευτή. 

Μά ἡ παιδική κείνη καρδιά, 
πού 'ταν πολλά δοσμένη, 
δέν εἶχε νά προσμένει, 
κάποιον ν' ἀγαπηθεῖ. 

Ὥσπου, γνώρισε τ’ ὄμορφο, 
τό νιό τό παλληκάρι, 
χλωμό σάν τό φεγγάρι, 
καί μέ θωριά ψηλή. 

Καί τότε, σίγησε ἡ αὐλή, 
καί τά πουλιά σιωπῆσαν· 
τά μάτια της σκορπίσαν, 
κι ἀπόμειναν ἐκεῖ. 

Καί ρώτησε· γιά νά τῆς ποῦν 
πώς τό 'χανε μαγέψει, 
καί τήν ψυχή του κλέψει, 
τοῦ δάσους τά στοιχειά. 

Καί πράγματι, στεκότανε 
μέ μαρασμό, μέ θλίψη· 
τά μάγια εἴχανε κρύψει 
σέ μιά ρίζα – σπηλιά. 

Κι ὅπως, στή σκέψη χάνονταν 
καί τ’ ἄστρα αὐτός κοιτοῦσε, 
Ἔρωτας τῆς τρυποῦσε, 
τήν παιδική καρδιά. 

Κι ἔφυγε· μά ξανάφτασε, 
ἐκεῖ πού 'χε γνωρίσει 
κι εἶχε πολύ ἀγαπήσει, 
γιά πρώτη της φορά. 

Καί πῆρε τον καί πήγανε 
στό δάσος, γιά νά λύσουν 
τά μάγια - νά σκορπίσουν 
πρίν ἔρθει ἡ συμφορά.
 

Κι ἔτσι, ρωτῶντας βρήκανε 
μιᾶς μάγισσας τή ρούγα, 
πού 'χε μονή φτερούγα, 
μά δέν ἦταν πουλί. 

"Κυρά, τοῦ δάσους - μάγισσα, 
Κίσσα μαυροντυμένη, 
πές μου, τί τό προσμένει, 
τ’ ἄμοιρο αὐτό παιδί. 

Μήν εἶν’ ὁ Θάνατος, κοντά 
καί τό ποθεῖ νά πάρει; 
Τό ἔρμο τό παλικάρι, 
ποιό σᾶς κρατεῖ κλειδί; 

Λυπήσου μόνο τή θωριά, 
τ’ ἀνήλιο τό κορμί του. 
Λῦσε το, ἀπ’ τή σιωπή του, 
Κίσσα τῆς ἐρημιᾶς". 

Κι αὐτή, τή συνεβούλεψε: 
Τά ξωτικά πρίν φύγουν, 
τά μυστικά τούς κρύβουν, 
σέ μιά ρίζα σπηλιᾶς. 

Κι ἔτσι, τίς ρίζες ξέκαμαν, 
καί λύθηκαν τά μάγια. 
Γίναν λουλούδια – βάγια, 
κι ὀμόρφυνεν ἡ Γῆς! 

©Δήμητρα Δελακούρα



¨˜°º۩º°˜¨

©Δήμητρα Δελακούρα
(Λιζέτε ντέ Σόουζα Σερκέϊρα) 
Ἀνθολόγιο Ποίησης, 2004 – 2014 

 https://dimitradelakoura4.blogspot.com/
https://georgemanetaspoema.blogspot.com/